Σύμφωνα με τη μυθολογία, πρώτοι κάτοικοι του νησιού ήταν οι Νύμφες που ζούσαν κοντά στις πηγές, εξαιτίας των οποίων η Κέα τότε ονομαζόταν Υδρούσα. Μετά την εκδίωξή τους από ένα λιοντάρι, ανομβρία έπληξε το νησί μέχρι την έλευση του γιου του Απόλλωνα Αρισταίου, ύστερα από παράκληση των κατοίκων. Αυτός έσωσε το νησί από τη ξηρασία και την ανομβρία, θυσιάζοντας στο Δία Ικμαίο και φροντίζοντας τους ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες να φυσούν στο νησί δροσεροί άνεμοι.
Το όνομα Κέως οφείλεται στον πρώτο επώνυμο οικιστή του νησιού, τον Κέω, αρχηγό των Λοκρών, από τη Ναύπακτο. Ο όρμος του Αγίου Νικολάου και πιο συγκεκριμένα η χερσόνησος της Αγ. Ειρήνης, αποτελεί το επίκεντρο της προϊστορικής κατοίκησης του νησιού. Κατά τη Νεολιθική περίοδο, το ακρωτήριο Κεφάλα φιλοξενούσε μία από τις πιο πρώιμες θέσεις των Κυκλάδων, ενώ κατά την εποχή του Χαλκού ο οργανωμένος και οχυρωμένος οικισμός της Αγίας Ειρήνης αποτελούσε ναυτικό και πολιτιστικό σταθμό ανάμεσα στην Ηπειρωτική Ελλάδα και το Αιγαίο που δέχτηκε επιρροές από τον Κυκλαδικό πολιτισμό (3η χιλιετία π.Χ.) και τον κρητομυκηναϊκό κόσμο (2η χιλιετία π.Χ.).
Στους ιστορικούς χρόνους το νησί κατοικήθηκε από τους Ίωνες. Κατά τα Αρχαϊκά χρόνια (7ος-6ος αι. π.Χ.) ιδρύθηκε η Τετράπολις της Κέως, που αποτελούνταν από την Ιουλίδα, την Κορησσία, την Ποιήεσσα και την Καρθαία, οι τοποθεσίες των οποίων στάθηκε δυνατόν να καθοριστούν από τη γεωμορφολογία και από επιγραφικές μαρτυρίες. Οι πόλεις-κράτη της Κέας την αναδεικνύουν πολιτιστικά και οικονομικά, ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσονται και τα αρχαϊκά ιερά της Κορησσίας και της Αγίας Ειρήνης. Οι λυρικοί ποιητές Σιμωνίδης ο Κείος και Βακχυλίδης, ο σοφιστής Πρόδικος, ο ιατρός Ερασίστρατος και ο φιλόσοφος Αρίστων είναι μερικές από τις σημαίνουσες μορφές της Αρχαιότητας που γεννήθηκαν και έδρασαν όχι μόνο στην Κέα, αλλά και σε άλλα κέντρα του Αιγαίου.
Στους Περσικούς πολέμους η Κέως πήρε μέρος με δικά της πλοία στη ναυμαχία του Αρτεμισίου και της Σαλαμίνας, ενώ η γειτνίασή της με την Αθήνα τη μετέτρεψε σε κέντρο εμπορίου και συνέβαλε στην οικονομική άνθισή της με την εκμετάλλευση των μεταλλείων σιδήρου και μίλτου και την ένταξή της στην Αθηναϊκή Συμμαχία.
Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο οι Κείοι πολέμησαν στο πλευρό των Αθηναίων, ενώ έλαβαν μέρος και στη Σικελική εκστρατεία. Το 377/376 π. Χ. οι πόλεις της Κέας προσχώρησαν στη Β΄ Αθηναϊκή Συμμαχία και το 338 π. Χ. πολέμησαν εναντίον των Μακεδόνων, στη μάχη της Χαιρώνειας. Στους Ελληνιστικούς χρόνους το νησί αποτελούσε τμήμα του Κοινού των Νησιωτών και αντικείμενο έριδας των Διαδόχων, που οδήγησε στο τέλος της αυτονομίας των τεσσάρων πόλεων.
Τη Ρωμαϊκή περίοδο ο Αντώνιος παραχωρεί την Κέα στην Αθήνα μέχρι το 212 μ.Χ., οπότε με το διάταγμα του Καρακάλα υπάγεται στη ρωμαϊκή κυριαρχία.
Κατά τη Βυζαντινή περίοδο, από τον 9ο αι. η Κέα ανήκε στο Θέμα του Αιγαίου, ενώ οι πειρατικές επιδρομές υποχρέωσαν τους κατοίκους να οχυρωθούν στο εσωτερικό του νησιού. Το 1207 υποκύπτει στους Φράγκους και εντάσσεται στο Δουκάτο του Αιγαίου υπό το Μάρκο Σανούδο μέχρι το 1537, οπότε πέφτει στα χέρια των Οθωμανών και αποικίζεται από πληθυσμούς Αρβανιτών. Ενδεχομένως τότε επικρατεί και η ονομασία Τζιά. Το επίσημο οθωμανικό της όνομα πάντως ήταν Murtat.
Η Κέα υφίσταται μεγάλες καταστροφές το 1668 κατά τον Βενετο-οθωμανικό πόλέμο, λόγω της υποστήριξής της προς τους Βενετούς. Από την ίδια εποχή έχουμε πληροφορίες για την ύπαρξη κοινοτικού μηχανισμού στο νησί, που έφερε τον επίσημο τίτλο «Κοινότης της Νήσου Ζίας».
Η Κέα ακμάζει το 18ο αιώνα. Είναι η εποχή που διαμορφώνεται σε εμπορικό και διαμετακομιστικό κέντρο της περιοχής και διατηρεί εμπορικές σχέσεις με προξενεία όλων των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο πληθυσμός της υπολογίζεται πως ήταν 3.000-5.000 κάτοικοι. Απολάμβανε δε μια σχετική διοικητική αυτονομία. Κατά το Ρωσο-οθωμανικό πόλεμο (1787-1792) ο απεσταλμένος αξιωματικός της τσαρικής Ρωσίας Λάμπρος Κατσώνης χρησιμοποίησε το λιμάνι της Τζιας ως ορμητήριο των δραστηριοτήτων, ενώ το 1789 πολιορκήθηκε εκεί από τους Οθωμανούς και διέφυγε μέσω μιας στενής λωρίδας γης (το Στενό του Κατσώνη). Η Κέα συμμετείχε σε πολλές μάχες της Επανάστασης του 1821 (Ακρόπολης, Τρίπολης, Πέτα).
Μετά την απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό και την σύσταση του νεοελληνικού κράτους, το νησί ανέπτυξε ισχυρούς φορείς αυτοδιοίκησης και μετατράπηκε σε μια ακμάζουσα αγροτική, κτηνοτροφική και εμπορική κοινότητα. Η μετανάστευση στο εξωτερικό αλλά και η εσωτερική μετανάστευση στη διάρκεια του 20ού αιώνα μείωσαν δραματικά τον πληθυσμό στο νησί, που άρχισε σταδιακά να παρακμάζει. Από το 1941 γνώρισε την κατοχή των δυνάμεων του Άξονα. Απελευθερώθηκε το 1944, μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων.

Πηγή: ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
http://www2.egeonet.gr/