Ο Μάρτης του 1821 βρίσκει τον Κορινθιακό λαό χωρίς ντόπιους μπροστάρηδες κι αδυνατεί, ακέφαλος ν ακολουθήσει το μεγάλο σηκωμό. Ο τοπικός άρχοντας Σωτήρης Νοταράς και ο μητροπολίτης Κύριλλος, μαζί με τον Τούρκο μπέη της περιοχής, το συνετό και πάμπλουτο Κιαμήλ, έχουν πάει απ' τις αρχές του μήνα στη σύσκεψη προυχόντων του Μοριά στην Τρίπολη, ύστερα από τη διαρροή της φήμης για επανάσταση των Ραγιάδων.
Η οικογένεια του Κιαμήλ Μπέη έχει κλειστεί για ασφάλεια στην Ακροκόρινθο με αρκετή φρουρά και εμπόδια και με εγγυητή όμηρο το αρχοντόπουλο Αντρίκο Νοταρά. Το μούδιασμα του λαού και το κενό εξουσίας που παρουσιάστηκε στην Κορινθία, έρχεται, στις αρχές Απρίλη του '21, να καλύψει με τη φλογερή του ορμή και με το επαναστατικό του πάθος ο Παπαφλέσσας. Οι Κορίνθιοι τον ακολουθούν και ξεσηκώνονται. Οι Τούρκοι εγκαταλείπουν τα αρχοντικά και τις περιουσίες τους και βρίσκουν καταφύγιο μέσα στο κάστρο, που το διοικεί η δυναμική μάνα του Κιαμήλ Νουρή Μπεγίνα.
Πρώτη Πολιορκία (Μη επιτυχημένη)
Οι εξεγερμένοι της Κορίνθου πολιορκούν στενά τον Ακροκόρινθο, πανηγυρίζοντας τη λευτεριά τους. Πρόκειται για την Πρώτη Πολιορκία του κάστρου από τις Ελληνικές δυνάμεις, η οποία όμως δεν είχε τελικά επιτυχία.
Στις 22 Απριλίου 1821, ο Τούρκος σερασκέρης Κεχαγιάμπεης έρχεται με 5.000 στρατό στη Βόχα και από το Λέχαιο στέλνει μήνυμα στους πολιορκητές του Κάστρου να προσκυνήσουν και να διαλυθούν. Το άλλο πρωί, 23 του Απρίλη, ο Γιώργος Χελιώτης με εντολή του Παπαφλέσσα, Προτού αποχωρήσει από την Κόρινθο, βάζει φωτιά στο περίλαμπρο παλάτι του Κιαμήλ-Μπέη και σε άλλο τουρκικά αρχοντικά. Ετσι ο Κεχαγιάμπεης μπαίνει στην Κόρινθο ανενόχλητος καίγοντας με τη σειρά του ελληνικά σπίτια και εκκλησίες. Την ίδια μέρα η Νουρή Μπεγίνα διατάζει, για αντίποινα, να γκρεμιστεί από τον Ακροκόρινθο ο Αντρίκος Νοταράς.
Δεύτερη Πολιορκία
Πέρασε ένας μήνας και στις αρχές του Μάη 1821 ξεκινά η δεύτερη πολιορκία του Ακροκορίνθου. Επικεφαλής των πολιορκητών είναι ο Καλαβρυτινός Αναγνώστης Πετμεζάς και ο Υδραίος Κωστής Μεθενίτης. Τρία κανόνια, αγορασμένα με έρανο των Υδραίων Φιλικών, υπό τον Υδραίο καπετάνιο Δημήτρη Κριεζή, μεταφέρθηκαν στο απέναντι μικρό καστράκι (Μόντ ΕσκουβέΠεντεσκούφης) κι έκαναν αρκετή ζημιά στους έγκλειστους του Κάστρου. Η πολιορκία στένεψε πολύ, οπότε οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να παραδοθούν, με συμφωνία που κανονίστηκε το πρωί της 14ης Ιανουαρίου του 1822.
Μετά την υπογραφή της συμφωνίας, Πήρε ο Κολοκοτρώνης άνδρες από τα διάφορα στρατιωτικά σώματα και με τη συνοδεία του επισκόπου Δαμαλών Ιωνά, του Φωτάκου, του Πετμεζά και άλλων, έφτασε στη μεσημβρινή πύλη του Ακροκορίνθου. Εκεί τον υποδέχτηκαν οι Τούρκοι αγάδες με επικεφαλής το φρούραρχο ΑσλάνΜπέη, που του παρέδωσε τα κλειδιά του Κάστρου τονίζοντας τη φράση: «Χαλάλι σας! Χαλάλι σας!
Ο Κολοκοτρώνης σταύρωσε τρεις φορές το πάνω μέρος της πύλης με την Ελληνική σημαία και βροντοφώναξε: «Εμπάτε, 'Ελληνες! Κατά τον ιστορικό της Κορινθίας, Λάμπη Αποστολίδη, αυτή ήταν μία από τις μεγάλες, τις βαθιά συγκινητικές στιγμές της ιστορίας του Γένους μας.
Κι ενώ ο ηρωικός επίσκοπος Ιωνάς, καβάλα στο άλογό του, ύψωνε το σταυρό και ευλογούσε τα μπαρουτοκαπνισμένα παληκάρια κι οι βράχοι αντιλαλούσαν από ανάκατες ζητωκραυγές και ντουφεκιές, ο γέρος του Μοριά, σκαρφαλωμένος στο πιο ψηλό σημείο του Κάστρου, έστηνε την Ελληνική σημαία. 'Ηταν η γαλανόλευκη με το σταυρό, στο σχέδιο που μόλις πριν λίγες ημέρες είχε εγκρίνει η Συνέλευση της Επιδαύρου και που για πρώτη φορά κυμάτιζε στον ελεύθερο Ελληνικό ουρανό. 'Ομως, αφού σκόπιμα απομακρύνθηκε από την Κόρινθο ο Κολοκοτρώνης, η λαμπρή αυτή επιτυχία των Ελληνικών δυνάμεων αμαυρώθηκε στη συνέχεια από λαφυραγωγία και διαρπαγή του σημαντικού πλούτου που βρέθηκε στο Κάστρο (και που σύμφωνα με το δίκαιο του πολέμου ανήκε στο Ελληνικό δημόσιο, εφ' όσον η παράδοση είχε γίνει με συνθήκη κι όχι με έφοδο).
Το όργιο της λεηλασίας των λαφύρων ακολούθησε η καταρράκωση της συμφωνίας, που προέβλεπε την προστασία των Τούρκων και τη διεκπεραίωσή τους σε Τουρκικά εδάφη.
Από τους 600 που παραδόθηκαν, κανείς στο τέλος δεν επέζησε. Κατά τη μεταφορά τους ως στα πλοία που ήσαν στο Λουτράκι, υπέστησαν επιθέσεις από ομάδες ατάκτων, ληστεύθηκαν, γυναικόπαιδα αρπάχτηκαν και πολλοί άντρες σφαγιάσθηκαν.
Οι εναπομείναντες μπαρκαρίστηκαν σε δύο καράβια που: "κατά δυστυχίαν, τρικυμίας επιπεσούσις, εις την θάλασσαν επνίγησαν άπαντες".
Αυτά γράφει ο ιστορικός Φραντζής, όμως άλλοι αμφισβητούν το φυσικό φαινόμενο και αποδίδουν σε δόλο Και σκοπιμότητα τον πνιγμό των άοπλων Τούρκων.
Την ίδια περίοδο (στις 26 Ιανουαρίου 1922) η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου ορίζει την Κόρινθο πρωτεύουσα και έδρα της προσωρινής διοίκησης της Ελλάδας. Πρόκειται για μια εξέχουσα ιστορική τιμή, που αξιώθηκαν τούτα τα χώματα και που την κράτησαν ως τον Ιούλη του '22, οπότε φάνηκε από τη Ρούμελη να κατεβαίνει η στρατιά του Δράμαλη.
ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΑΠΟ ΤΟ ΔΡΑΜΑΛΗ
Η Κόρινθος εγκαταλείπεται στους εισβολείς, αλλά το εξωφρενικότερο είναι που εγκαταλείπεται απολέμητα ακόμα και το περιτείχιστο το κάστρο της.
Ο ανάξιος φρούραρχος Ιάκωβος Θεοδωρίδης, παρά το ηχηρό προσωνύμιο που έφερε ως 'Αχιλλέας", σαν είδε τη σκόνη που σήκωναν τα λεφούσια του Τούρκικου στρατεύματος, δείλιασε, μάζεψε τους 150 άντρες που είχε στις διαταγές του κι έφυγε από την Τενεατική πύλη (της Δραγονέρας). Προηγούμενα όμως σε συμφωνία μαζί του, ο άλλοτε υπηρέτης του Κιαμήλ, Δημήτρης Μπενάκης, ο υποφρούραρχος Διαμαντής Λαλάκας και ο ηγούμενος της μονής Φανερωμένης, Παρθένιος Βλάχος, εκτελούν εν ψυχρώ τον Κιαμήλ - Μπέη στο δωμάτιο που τον κρατούσαν φυλακισμένο.
Την άλλη μέρα, 7 Ιουλίου 1822, ο Δράμαλης ανεβαίνει με επισημότητα στον Ακροκόρινθο ως ελευθερωτής. Του επιφυλάσσουν λαμπρή υποδοχή η χήρα και η μητέρα του Καμιήλ, ντυμένες με πολυτελέστατα πέπλα ανάμεσα σε πλούσια στολισμένες θεραπαινίδες και του αποκαλύπτουν ένα πηγάδι με κρυμμένα 40.000 πουγκιά γεμάτο χρυσά νομίσματα. Για να τιμήσει τη χήρα του Κιαμήλ - Μπέη, την πανέμορφη Γκιούλ - Χανούμ ο Δράμαλης, την παντρεύτηκε πάνω στον Ακροκόρινθο με ανατολίτικη μεγαλοπρέπεια. Και για ικανοποίηση του χθεσινού της πένθους, αντί άλλου μνημείου στη μνήμη του δολοφονημένου συζύγου της, διέταξε κι έχτισαν ζωντανούς στα τείχη, τους καλύτερους 'Ελληνες που έσερνε αιχμαλώτους μαζί του από τη Ρούμελη, ενώ κρέμασε κατωκέφαλα δύο σεβάσμιους ιερείς.
Τέσσερις μόνο μέρες έμεινε στο Κάστρο για να χαρεί το γάμο του ο Δράμαλης, και στις 12 Ιουλίου φεύγει περήφανος για την Τριπολιτσά, για να διαλύσει, όπως πίστευε, κι εκεί την επανάσταση.
Είναι γνωστή η κατάληξη αυτής της εκστρατείας με τους 30.000 άντρες του, που στις 26 - 27 κι 28 Ιουλίου του 1822 έπαθε οικτρή καραστροφή στα στενά των Δερβενακίων.
Ταπεινωμένος και περιφρονημένος επιστρέφει και κλείνεται στον Ακροκόρινθο, όπου και πεθαίνει λίγους μήνες αργότερα από μαρασμό, στις 8 Δεκεμβρίου 1822.
Οι 4.000 εναπομείναντες Τούρκοι της περίφημης στρατιάς του, αποδεκατίζονται στη μάχη της Ακράτας κι έτσι ο Κορινθιακός κάμπος ανασαίνει και πάλι λεύτερος.
Τρίτη Πολιορκία (Η ΤΕΛΙΚΗ)
Το Κάστρο μόνο παραμένει στη σκλαβιά με 415 ταμπουρωμένους Τουρκαλβανούς με αρχηγό τον Αλβανό Αβδουλάχ - Μπέη.
'Ετσι στις αρχές του 1823 ξεκινάει για τρίτη φορά πολιορκία του Ακροκορίνθου αα' τις Ελληνικές επαναστατικές δυνάμεις.
Η Εθνική Συνέλευση του Άστρους διορίζει αρχηγό της πολιορκίας τον Κορίνθιο Ιωάννη Σωτ. Νοταρά. Τον Ιούνιο έρχεται συμπολεμιστής και ο πορθητής του Παλαμηδιού, Στάικος Σταΐκόπουλος, ενώ τον Οκτώβρη, για να πιεστούν ακόμα περισσότερο τα πράγματα, διορίζεται από το Εκτελεστικό και ο Γενναίος Κολοκοτρώνης.
'Οταν πια κάθε ελπίδα διαφυγής ή σωτηρίας απ' έξω για τους έγκλειστους είχε αποκλειστεί, ένας Τούρκος αξιωματούχος του Ακροκορίνθου, ο Χαλήλ - Αγάς, συναντήθηκε με το Στάικο και υπέβαλε Προτάσεις για την παράδοση του Κάστρου. Ο κυριότερος λόγος ήταν να παραδοθούν στο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, γιατί μόνο αυτόν θεωρούσαν "μπεσαλή", ικανό να κρατήσει το λόγο του και να μη σφαγούν οι αιχμάλωτοι.
Πραγματικά, η Ελληνική πλευρά στέλνει το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη μαζί με το Νικηταρά από Εκτελεστικό και τους Νίκο Λουμάνη και Σωτηράκη Νοταρά από το Βουλευτικό, για να φροντίσουν τις λεπτομέρειες της παράδοσης. Μετά από επίμονες διαπραγματεύσεις ο φρούραρχος Αβδουλάχ - Μπέης και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κατέληξαν σε συμφωνία.
Η συνθήκη παράδοσης υπογράφτηκε στις 19 Οκτωβρίου 1823, αλλά οι Τουρκαλβανοί άφησαν το Κάστρο στις 26 Οκτωβρίου, γιατί στο μεταξύ έγινε απογραφή των πραγμάτων που ήσαν μέσα και θα περιέρχονταν στους 'Ελληνες.
Το μεσημέρι της 2όης Οκτωβρίου 1823, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, 300 Τουρκαλβανοί και 60 γυναίκες εγκατέλειπαν τον Ακροκόρινθο στα χέρια των Ελλήνων.
Τους συνόδευαν ο Κολοκοτρώνης και ο Υψηλάντης μέχρι το Παλαιό Καλαμάκι, όπου και τους επιβίβασαν όλους σώους σε δύο πλοία Αυστριακά, και σ' ένα τρίτο με Ιόνιο σημαία... Με την αποχώρηση των Τούρκων άρχισε μεγάλο πανηγύρι πάνω στον Ακροκόρινθο, 'Εγινε αγιασμός και επίσημη δοξολογία από τους επισκόπους Κορίνθου Κύριλλο και Δαμαλών Ιωνά.
Με την απόλυση, ο τριγύρω τόπος αντιλαλούσε από τις κανονιές του Κάστρου και τις ζητωκραυγές, καθώς οι μπαρουτοκαπνισμένοι 'Ελληνες φιλούσαν ο ένας τον άλλον με δάκρυα χαράς.
Στο μεταξύ οι ψησταριές με τ' αρνιά έδιναν κι έπαιρναν. Φορτώματα κρασιού και ρετσινιού -για το γλεντοκόπι και για το άναμα της φωτιάς- έφταναν κάθε λίγο από Σοφικίτες και Περαχωρίτες, καθώς Κορίνθιοι και Δερβενοχωρίτες χόρευαν και τραγουδούσαν με λαϊκά όργανα, απ' το πρωί μέχρι το βράδυ. Κι όλες αυτές τις ώρες, ο Ακροκόρινθος αστραποβολούσε από τις θεόρατες φλόγες των ρετσινιών και τις μπαταριές των όπλων, που διαλαλούσαν το χαροποιό μήνυμα της νίκης και της ελευθερίας. Το πιο λαμπρό Κάστρο του Μοριά, Το "Αστρον της Ελλάδος", ανάσαινε λεύτερο, υπερήφανο προπύργιο ελευθερίας και εθνικής υπερηφάνειας.
Συντάκτης: Φωτεινή Αναστασοπούλου