Η Θεσσαλονίκη κτίστηκε ή καλύτερα συνοικίστηκε στα 315 π.Χ., όταν ο βασιλιάς της Μακεδονίας Κάσσανδρος ένωσε τους γύρω μικροοικισμούς και έδωσε στην πόλη το όνομα της γυναίκας του Θεσσαλονίκης που ήταν αδερφή του Αλέξανδρου. Η νέα πόλη του Κάσσανδρου κτίστηκε στη θέση της αρχαίας Θέρμης προσελκύοντας πολλούς κατοίκους των γύρω περιοχών. Στους ελληνιστικούς χρόνους η Θεσσαλονίκη έχει διπλή διοίκηση αλλά και τυπική αυτονομία, καθώς οι σκοποί της εναρμονίζονται με τους αντίστοιχους του μεγάλου κράτους. Οι Ρωμαίοι μη θέλοντας την επίτευξη εξάπλωσης του Μακεδονικού κράτους πυροδοτούσαν εναντίον της σφοδρούς πολέμους, οι οποίοι κατέληξαν στη μάχη της Πύδνας (22 Ιουνίου του 168 π.Χ), στην οποία οι Μακεδόνες νικήθηκαν κατά κράτος. Έτσι, οι σημαντικότερες πόλεις της Μακεδονίας, η Βέροια, η Θεσσαλονίκη και η Πέλλα παραδόθηκαν στον Ρωμαίο ύπατο Αιμίλιο Παύλο.
Η Θεσσαλονίκη γίνεται αρχικά πρωτεύουσα ενός από τα τέσσερα τμήματα στα οποία χώρισαν τη Μακεδονία οι Ρωμαίοι μετά την κατάλυση του μακεδονικού κράτους, ενώ από το 146 ως πρωτεύουσα της ρωμαϊκής επαρχίας της Μακεδονίας βιώνει μια περίοδο ακμής. Το 50 μ.Χ. φτάνει στη Θεσσαλονίκη ο απόστολος Παύλος. Το κήρυγμά του βρίσκει απήχηση και σχηματίζεται στην πόλη η πρώτη χριστιανική κοινότητα. Στα μέσα του 3ου αιώνα οι αλλεπάλληλες επιθέσεις των Γότθων διαταράσσουν την περίφημη pax romana. Από το 525, περίπου, συγκεκριμένα από την αναρρίχηση του Ιουστινιανού στο θρόνο, τους Γότθους διαδέχονται άλλοι φοβερότεροι εχθροί, οι Άβαροι, οι Ούννοι και οι Σλάβοι, οι οποίοι προσπαθούν ανεπιτυχώς να καταλάβουν την πόλη. Τον Ιούλιο του 904 οι Σαρακηνοί πειρατές αλώνουν την πόλη, προβαίνουν σε σφαγές του πληθυσμού και σε λεηλασίες. Τον Αύγουστο του 1185 στρατός 80.000 Νορμανδών πολιορκεί και αλώνει τη Θεσσαλονίκη, παραμένει σε αυτήν 4 μήνες και φέρεται με μεγάλη βαρβαρότητα. Το 1204 μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους η πόλη γίνεται πρωτεύουσα του φραγκικού Βασιλείου της Θεσσαλονίκης. Το 1224 ο Δεσπότης της Ηπείρου Θεόδωρος Α΄ Κομνηνός κυριεύει τη Θεσσαλονίκη, καταλύει το φραγκικό βασίλειο και ιδρύει ελληνικό κράτος με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη. Το 1246 ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης καταλαμβάνει τη Θεσσαλονίκη και κυβερνήτης της πόλης τοποθετείται ο Κομνηνός Ανδρόνικος Παλαιολόγος. Το 1260 ο Μιχαήλ Παλαιολόγος στέφεται αυτοκράτορας του αναστημένου βυζαντινού ελληνικού κράτους δίνοντας τέλος στη Λατινοκρατία που κράτησε 57 χρόνια.
Ο 14ος αιώνας είναι μια εποχή πνευματικής και πολιτιστικής άνθησης για τη Θεσσαλονίκη, κατά την οποία όμως σημειώνεται μια επικίνδυνη όξυνση τω κοινωνικών αντιθέσεων. Το 1387 οι Οθωμανοί, ύστερα από πολιορκία 5 χρόνων, καταλαμβάνουν τη Θεσσαλονίκη, η οποία γίνεται φόρου υποτελής στο σουλτάνο Μουράτ Α΄. Στις 29 Μαρτίου 1430 κυριεύεται και λεηλατείται από τους Οθωμανούς για να αρχίσει η οθωμανική περίοδος της που διαρκεί 500 περίπου χρόνια. Η πόλη συνεχίζει να αναπτύσσεται, έχοντας κύριους αρωγούς τους 15 με 20.000 εβραίους που εγκαθίσταται με την άδεια των Οθωμανών διωγμένοι κυρίως από την Ισπανία. Στο 18ο αιώνα η Θεσσαλονίκη είναι αληθινή Βαβέλ και στους δρόμους της ακούς διάφορες γλώσσες, τουρκικά, ελληνικά, ισπανικά, γαλλικά, αρβανίτικα, βλάχικα κλπ. Από το 1830 αλλά κυρίως στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η πόλη παρουσιάζει οικονομική, πολιτιστική και πνευματική άνοδο και συνάμα πληθυσμιακή αύξηση. Από το 1904 μέχρι το 1908 διεξάγεται ο Μακεδονικός Αγώνας και το ελληνικό προξενείο της Θεσσαλονίκης γίνεται το επίσημο κέντρο του. Τον Οκτώβριο του 1912 αρχίζει ο πρώτος βαλκανικός πόλεμος και στις 26 του ιδίου μήνα ο Ταξίν Πασάς παραδίνει τη Θεσσαλονίκη στον ελληνικό στρατό τερματίζοντας την περίοδο της τουρκοκρατίας. Οι βούλγαροι όμως διεκδικούν τη Θεσσαλονίκη προκαλώντας το Β΄ Βαλκανικό πόλεμο. Μετά από ολονύχτιες συγκρούσεις με τον ελληνικό στρατό μέσα στην πόλη τα βουλγαρικά τμήματα, που ήταν στρατοπεδευμένα στη Θεσσαλονίκη από τον Οκτώβριο του 1912, παραδίνονται και η Θεσσαλονίκη παραμένει στο ελληνικό κράτος. Το Σεπτέμβριο του 1915, λίγους μήνες μετά το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, οι σύμμαχοι της Αντάντ αποβιβάζονται στη Θεσσαλονίκη. Το καλοκαίρι του 1916, μετά την παράδοση της Ανατολικής Μακεδονίας στις κεντρικές δυνάμεις, ξεσπάει από πατριώτες το κίνημα Εθνικής Άμυνας με σκοπό την ενεργοποίηση των ελλήνων της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας υπέρ της Αντάντ. Τον Αύγουστο του 1917 ξεσπά στη Θεσσαλονίκη καταστροφική πυρκαγιά, που κρατάει τριάντα περίπου ώρες και αποτεφρώνει το μεγαλύτερο τμήμα του κέντρου της πόλης. Το 1919 εκπονείται από μια επιτροπή, πρόεδρος της οποίας ήταν ο γάλλος Εμπράρ, νέο σχέδιο της πυρικαύστου ζώνης, που προέβλεπε τη ριζική οικοδομική αναδιάρθρωση της πόλης.
Τη διετία 1920 -1922 εγκαθίστανται στη Θεσσαλονίκη 90.000 περίπου πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής, οι οποίοι έδωσαν νέα ώθηση στην τοπική οικονομία. Το 1926 ιδρύεται η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Στα χρόνια του μεσοπολέμου η Θεσσαλονίκη φέρει έντονα τα χαρακτηριστικά της φτώχειας, της υπανάπτυξης και της κοινωνικής ανισότητας. Στις 9 Απριλίου 1941 γερμανικές μηχανοκίνητες μονάδες μπαίνουν στη Θεσσαλονίκη. Το 1943 αρχίζει η μεταφορά 45.000 περίπου εβραίων της Θεσσαλονίκης στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Σχεδόν όλος ο εβραϊκός πληθυσμός της Θεσσαλονίκης θα αφανιστεί στα ναζιστικά κρεματόρια αποστερώντας από την πόλη την δημιουργική παρουσίας της ιστορικής κοινότητας. Τον Οκτώβριο του 1944 τα τελευταία τμήματα του γερμανικού στρατού κατοχής εγκαταλείπουν την ακρωτηριασμένη Θεσσαλονίκη. Το 1947 επαναλειτουργεί η Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης και το 1951 η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης. Η Θεσσαλονίκη μετά τον Πόλεμο και με βάση τη συνθήκη της Γιάλτας και το χωρισμό της Ευρώπης σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα, χάνει τη φυσική της ενδοχώρα, τη Βαλκανική. Από το 1989 με τις αλλαγές που επέρχονται στο γεωπολιτικό χάρτη της Ευρώπης η Θεσσαλονίκη αποκτάει εκ νέου τη στρατηγική της θέση στο χάρτη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και διεκδικεί το ρόλο του πρωταγωνιστή στην ανάπτυξη των σχέσεων της Ελλάδας με τις γειτονικές χώρες και του οικονομικού και πολιτιστικού κέντρου της Ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων.
Συντάκτης: Νίκη Καλοπαίδη