Σύμφωνα με την μυθολογία ο πρώτος οικιστής της Σκοπέλου ήταν ο Πεπάρηθος, από τον οποίο το νησί πήρε την αρχαία ονομασία του. Από άλλες πηγές πληροφορούμαστε ότι κατοικήθηκε γύρω στον 15ο αιώνα π. Χ. από Κρήτες αποίκους, οι οποίοι έφτασαν στο νησί από την Κνωσό, με αρχηγό τον αδελφό του Πεπάρηθου, τον Στάφυλο, γιο του θεού Διονύσου και της Αριάδνης. Οι Κρήτες εισήγαγαν στο νησί την καλλιέργεια του αμπελιού και της ελιάς.
Ο Στάφυλος ηρωοποιήθηκε κι έτσι αναφέρεται μεταξύ των πενήντα Αργοναυτών που ταξίδεψαν με τον Ιάσονα στην Κολχίδα για να πάρουν το Χρυσόμαλλο Δέρας. Η σημερινή ονομασία της Σκοπέλου αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Πτολεμαίο και τον Ιεροκλή τον 2ο αιώνα μ.Χ. και ενδεχομένως προέρχεται από το βραχώδες των βορείων ακτών της, που ήταν «σκόπελος», εμπόδιο δηλαδή, για τους επίδοξους εισβολείς.
Στους Αρχαϊκούς χρόνους οι Χαλκιδείς αποικίζουν με τη σειρά τους την Πεπάρηθο, η οποία φτάνει σε μεγάλη ακμή στο τέλος του 6ου και στις αρχές του 5ου αιώνα π Χ., κόβοντας μία σειρά αργυρών νομισμάτων και διατηρώντας εμπορικές επαφές με πολλές άλλες πόλεις του Αιγαίου. Μετά το 480 το νησί χάνει την αυτοτέλειά του και υπάγεται στην Α' Αθηναϊκή συμμαχία.
Το 427 ένας ισχυρός σεισμός που συνοδεύεται από φοβερό παλιρροϊκό κύμα γκρεμίζει πολλά δημόσια κτίρια, όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης. Στις αρχές του 4ου αιώνα η Πεπάρηθος γίνεται και πάλι ανεξάρτητη, και ξανακόβει δικά της νομίσματα, τα οποία έφεραν στην μία πλευρά κεφαλή Διονύσου και στην άλλη σταφύλι, έμβλημα του νησιού ήδη από τους Αρχαϊκούς χρόνους. Στα μέσα του αιώνα γνωρίζουμε ότι μαζί με τα υπόλοιπα νησιά των Σποράδων είχε γίνει ναυτική βάση των Αθηναίων, ενώ είχε εμπορικές συναλλαγές με πόλεις του Ευξείνου Πόντου, όπου εξήγε τον φημισμένο ``πεπαρήθιο`` οίνο. Ακριβώς τη φήμη του νησιού για το κρασί του μαρτυρούν αφενός η συχνή απεικόνιση σε νομίσματα του Διόνυσου, του σταφυλιού και αμφορέα κρασιού κι αφετέρου τα κεραμικά εργαστήρια παραγωγής κυρίως αμφορέων που έχουν εντοπιστεί στο νησί.
Από μαρτυρίες επιγραφών γνωρίζουμε ότι στην Πεπάρηθο υπήρχε θέατρο, όπου παίζονταν τραγωδίες, καθώς και ναός της Δήμητρας, όπου γίνονταν μυστηριακές τελετές. Η πολιούχος ωστόσο θεότητα του νησιού φαίνεται πως ήταν η Αθηνά, αλλά υπήρχε και λατρεία του Διονύσου. Στη θέση του Κανάκη η Λάκα έχουν βρεθεί τα άνδηρα των ναών της Αθηνάς και του Διονύσου.
Μετά την μάχη της Χαιρώνειας το 338 π. Χ. το νησί πέρασε στα χέρια των Μακεδόνων μέχρι το 146 π. Χ. που οι Ρωμαίοι κατέκτησαν την Ελλάδα. Στο νησί τότε υπήρχαν τρεις πόλεις: ο Πάνορμος, η Σελινούς και η Πεπάρηθος. Στους χρόνους των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου το νησί δεν αναφέρεται στις αρχαίες πηγές και μόνο το 209 π Χ. εμφανίζεται να γίνεται πεδίο συγκρούσεων, κατά τον πόλεμο μεταξύ του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου του 5ου και του βασιλιά της Περγάμου Αττάλου Α', ο οποίος και την καταλαμβάνει το 209, αλλά στη συνέχεια ο Φίλιππος στέλνει ισχυρή δύναμη και την ανακαταλαμβάνει. Το 199 π Χ ο ίδιος καταστρέφει το νησί, επειδή δεν επιθυμεί να γίνει πολεμική βάση των Ρωμαίων. Η καταστροφή αυτή ωστόσο δεν φαίνεται να επηρέασε σημαντικά τη ζωή στο νησί, αφού δύο χρόνια μετά το 197 π Χ. αναφέρεται σε ψήφισμα ότι οι Πεπαρήθιοι είχαν καθιερώσει το δημοκρατικό πολίτευμα και έχτιζαν ναούς. Το 82 π Χ. ο βασιλιάς του Πόντου Μιθριδάτης κατέλαβε τη Σκόπελο και τη Σκιάθο και διατήρησε την κυριαρχία της περιοχής μέχρι το 76, όταν ο Ρωμαίος Βρότιος Σούρας τις απελευθέρωσε. Το 42 π Χ. ο Αντώνιος δώρισε την Πεπάρηθο στους Αθηναίους, που συνέχισαν να την κατέχουν μέχρι την εποχή του αυτοκράτορα Αδριανού (117-138 μ Χ.). Τον 2ο αιώνα μ Χ. το νησί απολάμβανε αυτοδυναμία, αλλά πλήρωνε βαρείς φόρους. Το 193 όμως ο αυτοκράτορας Σεβήρος επέβαλε και πάλι τη ρωμαϊκή εξουσία. Στους χρόνους αυτούς αναφέρεται και για πρώτη φορά η ονομασία Σκόπελος, που έκτοτε καθιερώνεται.
Τον 4ο αιώνα μ.Χ. κυριαρχεί στο νησί η μορφή του επισκόπου Ρηγίνου, που συνέτεινε στη διάδοση του χριστιανισμού στις Β. Σποράδες. Το 363 κατά τους διωγμούς του Ιουλιανού ο Ρηγίνος θανατώνεται και αργότερα η εκκλησία τον ανακηρύσσει άγιο. Κατά την Βυζαντινή περίοδο το νησί πέρασε μια περίοδο παρακμής και χρησιμοποιούνταν ως τόπος εξορίας. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, το νησί ανήκε στο Δουκάτο της Νάξου. Αργότερα, στα χρόνια του Αυτοκράτορα Μιχαήλ H' Παλαιολόγου, περιήλθε στην οικογένεια Γκύζι ( το 1207) Το 1277 επανήλθε στη Βυζαντινή κυριαρχία, όπου παρέμεινε ακατοίκητο για μεγάλο διάστημα και από το 1730 αναφέρεται και πάλι επισκοπική έδρα σ'αυτό. Το 1538 μ.Χ. ο Αλγερινός πειρατής Μπαρμπαρόσα επιτέθηκε στο νησί και έσφαξε τους κατοίκους. Γύρω στα 1600 μ.Χ. όσοι σώθηκαν και είχαν καταφύγει στην Εύβοια και στη Θεσσαλία γύρισαν πίσω στο νησί. Τότε ξεκίνησε η Τουρκική κατοχή, άλλα ήταν χαλαρή. Η Σκόπελος, όπως και κάποια άλλα νησιά του Αιγαίου, ήταν αυτοδιοικούμενη και απλά οι κάτοικοι υποχρεώνονταν να πληρώνουν φόρους και να παραχωρούν 30 ναύτες που υπηρετούσαν ένα χρόνο στο Τουρκικό ναυτικό. Κανένας υπήκοος Τουρκικής καταγωγής δεν εγκαταστάθηκε ποτέ στο νησί.
Απο το 1750 μ.Χ. οι πρώτοι κλέφτες και αρματολοί άρχισαν να έρχονται στο νησί από τον Όλυμπο, την Χαλκιδική και τη Θεσσαλία, ξεσηκώνοντας το λαό. Όμως, από το 1810 μ.Χ. υπήρχαν διαμάχες μεταξύ των ντόπιων και των αρματολών της ηπειρωτικής Ελλάδας. Κατά την διάρκεια της Επανάστασης του 1821 οι καπετάνιοι της Σκοπέλου βοήθησαν τους αδερφούς τους όποτε χρειάστηκε η βοήθεια τους. Όταν η επανάσταση απέτυχε στην Θεσσαλία και τη Μακεδονία, 70.000 ψυχές, άντρες, γυναίκες, παιδιά, εγκαταστάθηκαν πάλι στο νησί καταβεβλημένοι από τις επιδημίες και τη φτώχια. Τελικά η Σκόπελος έγινε τμήμα του Ελληνικού Κράτους το 1830. Η φτώχια ήταν η αιτία που τον 19ο αι. αρκετοί κάτοικοι μετανάστευσαν στο εξωτερικό για αναζήτηση καλύτερης τύχης. Όμως, η τάξη που αποτέλεσε την κινητήρια δύναμη στη βελτίωση του βιοτικού και πολιτιστικού επιπέδου του νησιού ήταν αυτή των ναυτικών, που με τα καράβια τους όργωναν τις θάλασσες της Μεσογείου, του Ευξείνου, αλλά και τους μεγάλους ωκεανούς. Αποτέλεσμα ήταν να συσσωρευτεί αρκετός πλούτος στο νησί και κυρίως όμως στην τάξη των καραβοκυραίων.

Συντάκτης: Φωτεινή Αναστασοπούλου