Η Σίφνος υπήρξε ένα από τα πλουσιότερα νησιά της αρχαιότητας, χάρη στα κοιτάσματα χρυσού και αργυρού που έκρυβε η γη της. Γνώρισε τον πλούτο και τη δόξα, αλλά και τη φτώχια και την παρακμή. Η αρχοντιά που κυριαρχεί στη Σίφνο είναι αποτέλεσμα της μεγάλης πολιτιστικής και πνευματικής παράδοσης του νησιού που ανέδειξε εξαίρετους ποιητές, συγγραφείς, λαογράφους, παιδαγωγούς, πνευματικούς ανθρώπους.
ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ
Η Σίφνος στις τέχνες και στα γράμματα ανέδειξε εξαίρετους ποιητές, συγγραφείς, λαογράφους, δημοσιογράφους, παιδαγωγούς και νομομαθείς, καθώς επίσης και αρχιτέκτονες και έχει συμβάλλει αρκετά στην Ελλάδα. Έχει γραφεί χαρακτηριστικά ότι: "Αν στην αρχαιότητα ο πλούτος της Σίφνου μετριόταν σε χρυσό και άργυρο, τους δύο τελευταίους αιώνες μετριέται σε πνευματικό πλούτο". Ειδικότερα μεγάλος αριθμός Σιφνιών συνέβαλλε στη διοργάνωση, κοινωνική αναβάθμιση και ανάπτυξη του ελεύθερου ελληνικού κράτους: πολιτικοί, δάσκαλοι, θρησκευτικοί ηγέτες, αγωνιστές, ποιητές, δημοσιογράφοι, κορυφαίοι νομικοί, οικονομικοί παράγοντες κ.α. Ο Νικόλαος Χρυσόγελος, ο οποίος υπήρξε καθηγητής της εν Σίφνω Σχολής του Παναγίου Τάφου και εν συνεχεία ανεδείχθη Μέγας Διδάσκαλος του Γένους, δίδαξε και μετέδωσε τις τέχνες και τα γράμματα σε εκατοντάδες νέους. Ανέπτυξε πολύπλευρη δραστηριότητα για τον ξεσηκωμό του νησιού και την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Με το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821 ύψωσε πρώτος τη σημαία της Επανάστασης στη Σίφνο. Ήταν επίτιμος αντιπρόσωπος της Σίφνου στις εθνοσυνελεύσεις. Ο Καποδίστριας προς αναγνώριση της προσφοράς του τον διορίζει Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων και προσωρινό Υπουργό Δικαιοσύνης (1829). Η λογοτεχνική σχολή της Σίφνου είναι σήμερα μία από τις σπουδαίες τοπικές σχολές με δεκάδες εκπροσώπους, αλλά και πλήθος λαϊκών ποιητών που δικαιολογούν πως η Σίφνος χαρακτηρίστηκε ως "νησί των ποιητών", με κορυφαίους τον Αριστομένη Πρoβελέγγιο, ακαδημαϊκό και ποιητή, τον Ιωάννη Γρυπάρη, ποιητή με Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών, τον Κωνσταντίνο Διαλησμά, κορυφαίο παιδαγωγό και συγγραφέα, τον Ιάκωβο Δραγάτση, παιδαγωγό και αρχαιολόγο, τον Απόστολο Μακράκη, θεολόγο και φιλόσοφο, τον Νικόλαο Δεκαβάλλα, διδάκτορα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με σπουδές στη Γερμανία που συνέταξε το Μεγάλο Ιστορικό Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, τον Κλεάνθη Τριαντάφυλλο ή Ραμπαγά, σατιρικό ποιητή, τον Νικόλαο Καμπάνη, δημοσιογράφο, τον Στέλιο Σπεράντσα, τον Θεοδόση Σπεράντσα, τον Αρίστο Καμπάνη, τον Αντώνιο Μαγγανάρη-Δεκαβάλλε, τον Αντώνη Πρόκο, τον Τίτο Πατρίκιο, το Νίκο Γ. Σταφυλοπάτη, που επιμελήθηκε την Ανθολογία Σιφνίων ποιητών και τη βραβευμένη από την Ακαδημία συλλογή λαϊκών τραγουδιών και καλάντων, το θεατρικό συγγραφέα Μανόλη Κορρέ, το λαογράφο Μάνο Φιλλιπάκη, τη Βαρβάρα Φιλιππάκη, τον Σίμο Συμεωνίδη, τον Αρχιμανδρίτη Φιλάρετο Βιτάλη, το μεγάλο φωτογράφο Ευάγγελο Παντάζογλου, το λαογράφο Αντώνη Τρούλλο, το συγγραφέα Νίκο Σταυριανό κ.α.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ
Παραδοσιακοί οικισμοί στη Σίφνο έχουν χαρακτηρισθεί η Απολλωνία, ο Αρτεμώνας, το Κάστρο, το Άνω Πετάλι, το Κάτω Πετάλι, ο Φάρος και το Βαθύ.Οι οικισμοί της Σίφνου χαρακτηρίζονται από μια πολυμορφία. Η ρυμοτομία στην περιοχή του Κάστρου έχει καθαρά αμυντικό χαρακτήρα. Ο οικισμός του Κάστρου διατηρεί αναλλοίωτο το μεσαιωνικό χαρακτήρα του με τα στενά σοκάκια γεμάτα από σκαλισμένες μαρμάρινες σαρκοφάγους, τις λόντζιες (πύλες από τις οποίες εισέρχεται κανείς στον οικισμό) και φυσικά τα ερείπια του κάστρου που δέσποζε στην κορυφή του. Τα πιο πολλά σπίτια είναι δίπατα και τρίπατα διαμπερή.Οι περισσότεροι παραδοσιακοί οικισμοί είναι συγκεντρωμένοι στο κεντρικό οροπέδιο του νησιού με αποτέλεσμα να μην διαχωρίζονται τα όρια τους δίνοντας την εντύπωση ενός συνεχόμενου οικισμού χωρίς αρχή και τέλος. Ένας παραδοσιακός πεζόδρομος από τον Αρτεμώνα φτάνει έως την Καταβατή αφού περάσει από τους οικισμούς του Άνω Πεταλιού και της Απολλωνίας, ενώ υπάρχει σύνδεση, με πλακόστρωτο, με τον Αη Λούκα, τα Εξάμπελα, το Κάτω Πετάλι και το Κάστρο.Η περιοχή του Αρτεμώνα φημίζεται και για τα αρχοντικά της σπίτια. Σε όλα τα παράλια έχουν αναπτυχθεί οικισμοί παράλληλα με τον αιγιαλό. Τα πρώτα κτίσματα ήταν παλιά αγγειοπλαστεία με καμίνια τα οποία χτίζονταν κοντά στην παραλία προκειμένου να έχουν άμεση πρόσβαση σε καΐκια για να φορτώνουν τα κεραμικά.
ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ
Πολλά έθιμα όπως ο παραδοσιακός σιφνέικος γάμος, το «Λωλοπανήγυρο» το Φεβρουάριο, ο «Κυρ-Βοριάς» την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, το παιχνίδι της Σαρακοστής τα «Τσούνια», οι αποκριάτικοι χοροί με τις καμηλωσίες, αποτελούν ιδιαίτερες παραδόσεις της Σίφνου με παμπάλαιες ρίζες και παραμένουν ζωντανές και αναλλοίωτες μέχρι σήμεραΤην τελευταία Κυριακή της αποκριάς στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας, τηρείται το έθιμο του «Χορού του κυρ-Βοριά». Χρονολογείται από πολύ παλιά και λέγεται ότι οι κάτοικοι με αυτό τον τρόπο εξευμένιζαν τον άνεμο. Οι πιστοί σέρνουν μασκαρεμένοι το χορό, ενώ το χορό σέρνει ο παπάς της ενορίας.
ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΚΥΡ ΒΟΡΙΑ
Στον Αρτεμώνα την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς αναβιώνει το έθιμο του χορού του κυρ-Βοριά. Το έθιμο υπάρχει από τα προχριστιανικά χρόνια αλλά έχει ενσωματωθεί στη χριστιανική παράδοση.Ο χορός του κυρ-Βοριά χορευόταν προκειμένου να ευχαριστήσουν οι άνθρωποι το Θεό που τελειώνει ο χειμώνας και μαζί του και ο κυρ-Βοριάς που λυσσομανά στο νησί. Η αναβίωση του εθίμου έγινε από μοναχούς το 18ο αιώνα και ο χορός στηνόταν αποκλειστικά στο προαύλιο της Παναγιάς της Κόγχης στον Αρτεμώνα, πάντα την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Από το χορό δεν έπρεπε να λείψει κανείς.Ο ιερέας τελούσε τον Εσπερινό στη συνέχεια διάβαζε τη 'συγχωρητική ευχή', το εκκλησίασμα πέρναγε μπρός από τον ιερέα ο οποίος ασπαζόταν έναν-ένα χωριστά συγχωρώντας τον και στη συνέχεια όλοι ασπάζονταν και συγχωρούσαν ο ένας τον άλλον. Το χορό 'ήστρωνε' (έστρωνε, έσυρε) ο ιερέας κατόπιν οι ψάλτες, οι επίτροποι και το εκκλησίασμα και ξεκινώντας μέσα από το ναό έβγαιναν στο προαύλιο. Στη διάρκεια του χορού, αυτοσχέδιοι ποιητές τραγουδούσαν δίστιχα μερικά εξ αυτών με ευχαριστίες προς το Θεό αλλά τα περισσότερα με περιεχόμενο ερωτικό. Η γιορτή ήταν μια καλή ευκαιρία για να συναντηθούν οι νέοι και οι νέες του νησιού. Μέχρι το 1940, όταν ετοιμάζανε το κρασί της χρονιάς, γέμιζαν ένα πήλινο πιθάρι (κουρούπι) με κρασί το 'έχριζαν' ως το 'κουρούπι' για το χορό του κυρ-Βοριά και την ημέρα του χορού βρακοφόροι το έφερναν στη γιορτή, όπου πρωτοανοιγόταν και συνόδευε το φαγητό και το γλέντι. Ο χορός έκλεινε με μία ευχή για νέο αντάμωμα του χρόνου. Μετά τον πόλεμο το έθιμο ατόνησε για να αναβιώσει το 1978 και έκτοτε γιορτάζεται κάθε χρόνο με μερικές αλλαγές. Για παράδειγμα δεν γίνεται πλέον στην Παναγιά της Κόγχης αλλά σε κάποιο εξωκκλήσι, αυτοσχέδιοι ποιητές δεν υπάρχουν πια και ο χορός συνοδεύεται με μουσική παραδοσιακή. Δεν διαβάζεται επίσης η συγχωρητική ευχή.
ΣΙΦΝΕΪΚΟ ΠΑΣΧΑ
Το Πάσχα, που συμπίπτει με την άνοιξη, η Σίφνος βρίσκεται στις ομορφιές της. Οι κατανυκτικές ακολουθίες προσελκύουν την αθρόα προσέλευση των πιστών στις εκκλησίες. Η θρησκευτική συγκίνηση κορυφώνεται με τα εγκώμια και την περιφορά του Επιταφίου στα στενά δρομάκια. Ο αναστάσιμος «χαιρετισμός» διαρκεί επί σαράντα ημέρες. Οι νοικοκυρές ετοιμάζουν τα παραδοσιακά «πουλιά» (πασχαλινές κουλούρες σε διάφορα σχήματα ζώων και πουλιών), στολισμένα με κόκκινα αυγά. Ανήμερα το Πάσχα γίνεται και το κάψιμο του Ιούδα το Πάσχα Το αρνί εδώ ψήνεται στο μαστέλο, τοποθετημένο πάνω σε σχάρα από κληματόβεργες, με ντόπιο κόκκινο κρασί και άνηθο. Από το εορταστικό τραπέζι δεν απουσιάζει η σπιτική ξινομυζήθρα, και η γευστικότατη μελόπιτα, ένα τοπικό γλυκό από μέλι, μυζήθρα και αυγά.

Συντάκτης: Φωτεινή Αναστασοπούλου