Η Σαλαμίνα απλώνεται σήμερα σε έναν τόπο ιστορικό και αγαπημένο για όσους τον ήξεραν και τον ζουν. Τα Αμπελάκια απέχουν 4 χλμ, Ν.Α. από την πρωτεύουσα. Εδώ βρισκόταν το λιμάνι της αρχαίας Σαλαμίνας, στο βυθό του οποίου, υπάρχουν ερείπια αρχαίων κτισμάτων. Από το αρχαίο λιμάνι και το ακρωτήρι της Κυνοσούρας ο επισκέπτης θα δει τον Τύμβο των Σαλαμινομάχων της ιστορικής Σαλαμίνας του 480 π.Χ. Ο τόπος έγινε φιλόξενη αγκαλιά και έμπνευση για τον από σκηνής φιλόσοφο, τον Ευριπίδη, αλλά και τελευταίος σταθμός για τον Καραϊσκάκη και άλλους αγωνιστές του 1821.
Πατρίδα του Ομηρικού Αίαντα και του μεγάλου τραγικού Ευριπίδη, τόπος διαμονής και δημιουργίας του ποιητή Άγγελου Σικελιανού και φιλοξενίας του Γεωργίου Καραϊσκάκη, η Σαλαμίνα είναι ευρύτερα γνωστή στην παγκόσμια ιστορία για τη μεγαλύτερη Ναυμαχία των αιώνων, που έγινε στο στενό της το 480 π. Χ. Από την έκβαση της οποίας, με νίκη των Ελλήνων, διασώθηκε και αναπτύχθηκε ο ελληνικός πολιτισμός και διαδόθηκε στη Δύση και στον κόσμο.
Ονομασία:
Σύμφωνα με τη μυθολογία, το όνομα Σαλαμίνα δόθηκε στο νησί από τον Κυχρέα, για να τιμήσει τη μητέρα του Σαλαμίνα που ήταν αδελφή της Αίγινας και μια από τις 50 κόρες του ποτάμιου θεού Αισώπου.Κατά την αρχαιότητα η Σαλαμίνα ήταν γνωστή με τα ονόματα Πιτυούσα (από το δέντρο πίτυς: πεύκος), Σκιράς (από τον ήρωα Σκίρο) και Κυχρεία (από τον Κυχρέα). Το νησί είναι επίσης γνωστό ήδη από την αρχαιότητα και με την ονομασία Κούλουρη, που προέρχεται από το ακρωτήριο «Κόλουρις άκρα» (σήμερα Πούντα), στο οποίο ήταν χτισμένη η αρχαία πόλη και το λιμάνι του 4ου αιώνα π.Χ.Μυθολογία - Ιστορία:
Στο νησί βασίλεψε ο Ασωπός ποταμός, αφού σκότωσε τον πρώτο βασιλιά του νησιού, τον Όφι. Την κόρη του, Σαλαμίνα την αγάπησε παράφορα ο θεός της θάλασσας, Ποσειδώνας. Καρπός αυτού του έρωτα ήταν ο Κυχρέας (μισός άνθρωπος, μισός φίδι) ο οποίος βασίλεψε στο νησί. Ο Κυχρέας απέκτησε μια κόρη, τη Γλαύκη, η οποία παντρεύτηκε τον Τελαμώνα, γιό του Βασιλιά της Αίγινας Αιάκου. Ο Τελαμώνας που διαδέχτηκε τον Κυχρέα στο θρόνο, απέκτησε αργότερα δυο γιούς: τον Αίαντα (από τον γάμο του με την Περίβοια, κόρη του βασιλιά των Μεγάρων Αλκάθου) Και τον Τεύκρο (από τον γάμο του με την Ησιόνη). Τα δυο αδέλφια έλαβαν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο με 12 πλοία. Βασιλιάς του νησιού τότε ήταν ο Αίαντας, ο οποίος περιγράφεται ως ένας από τους γενναιότερους Έλληνες. Το τέλος του όμως ήταν τραγικό. Αυτοκτόνησε, όταν νικήθηκε από τον Οδυσσέα στους αγώνες που έγιναν με έπαθλο τα όπλα του νεκρού Αχιλλέα. Μετά το τέλος του πολέμου επέστρεψαν στο νησί ο Τεύκρος με τον Ευρυσάκη, γιος του Αίαντα και της Τέκμησας. Ο Τεύκρος αντιμετώπισε την οργή του πατέρα του Τελαμώνα, επειδή δεν εκδικήθηκε το θάνατο του αδελφού του. Έτσι εγκατέλειψε το νησί και πήγε στην Κύπρο, όπου ίδρυσε πόλη με το όνομα Σαλαμίνα, ενώ ο Ευρυσάκης βασίλεψε στο νησί και απέκτησε έναν γιό, τον Φιλαίο, που έγινε Αθηναίος πολίτης και δώρισε τη Σαλαμίνα στους Αθηναίους.
Για αιώνες μετά, η Σαλαμίνα υπήρξε το… «μήλον της έριδος» μεταξύ Αθηνών και Μεγάρων. Κάποια εποχή η Σαλαμίνα βρέθηκε στη κατοχή των Μεγαρέων. Μετά δε την παρέμβαση του Σόλωνα η Σαλαμίνα τέθηκε υπό τον έλεγχο των Αθηναίων.
Κατά τους περσικούς πολέμους η Σαλαμίνα πρόσφερε ανεκτίμητη βοήθεια στους Αθηναίους και στους συμμάχους των κατά των Περσών και ιδιαίτερα λεμεινε γνωστή στην ιστορία για την μεγάλη ναυμαχία που διεξήχθη στο στενό της το 480 π.Χ. Στη Σαλαμίνα, κατά την περίοδο της ναυμαχίας συναντώνται οι τρεις μεγαλύτεροι ποιητές των αιώνων. Ο Αισχύλος πολέμησε στη ναυμαχία και έγραψε γι' αυτήν. Ο Σοφοκλής έφηβος έλαβε μέρος στα Επινίκια, ενώ ο τραγικότερος των τριών, ο Ευριπίδης γεννήθηκε στη Σαλαμίνα όταν διαδραματιζόταν το μεγάλο ιστορικό γεγονός.
Από ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1994 με τον καθηγητή - αρχαιολόγο Γιάννο Λώλο, ανακαλύφθηκαν αρχαιολογικά ευρήματα στο σπήλαιο, όπου ο Ευριπίδης κατά τις ιστορικές πηγές έγραψε τα αθάνατα έργα του. Στο μονοπάτι που πάει προς το σπήλαιο ανακαλύφθηκε το ιερό του Διονύσου. Επίσης σε πρόσφατες ανασκαφές στα νότια του νησιού, στην περιοχή Κανάκια, βρέθηκαν ερείπια και θεμέλια κτισμάτων της Ομηρικής Σαλαμίνας.
Στη μετέπειτα ιστορία της, η Σαλαμίνα δέχτηκε κατά καιρούς διάφορες επιδρομές, όπως αυτές των Μακεδόνων, των Πελοποννήσιων κ.λ.π. Ενδιάμεσα υπήρξαν περίοδοι ακμής και παραλμής. Από το 350 ως το 318 π.Χ. δόθηκε στη Σαλαμίνα η δυνατότητα να κόψει δικό της νόμισμα.Βυζαντινά ναϋδρια και τάφοι μαρτυρούν την ύπαρξη έντονης ζωής στο νησί, που όμως και αυτή απειλήθηκε από τους Ενετούς, τους πειρατές κ.αλ. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, λόγω της θέσεως και της ασφάλειας, συνείσφερε θετικά στους αγώνες, ενώ ταυτόχρονα απολάμβανε ορισμένων προνομίων.
Υπήρξε καταφύγιο προσφύγων (όπως των Αθηναίων 1687 και κατοίκων της Αττικής και Βοιωτίας το 1770 και το 1821). Από κει βγήκε και η φράση: «πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη».
Πήρε μέρος στα ορλωφικά με αρχηγό το Μητρομάρα, ο οποίος άφησε το σπαθί του τάμα στη Φανερωμένη. Αργότερα δημιουργήθηκε πυρήνας Φιλικών με πρώτο τον ηγούμενο της Ι.Μ. Παναγίας Φανερωμένης, Γρηγόριο Κανέλλο ο οποίος μύησε και τους αδελφούς Αναγνώστη και Αντώνη Βιρβίλη. Στην επανάσταση του 1821 έλαβαν δραστήρια μέρος με επικεφαλής τον Γεωργάκη Γκλίστη καθώς και τους Γεωργάκη Μάθεση, Ιωάννη Κριτσίκη, Αναγνώστη Βιρβίλη, Αναγνώστη Καρνέση, Ιωάννη Βιέννα, κ.αλ. Πολύ μεγάλη και σημαντική ήταν η βοήθεια που πρόσφερε στον Αγώνα η Ι.Μ.Φανερωμένης. το 1823 εγκαταστάθηκε το Εκτελεστικό και το Βουλευτικό σώμα της Προσωρινής Διοίκησης της επαναστατημένης Ελλάδας ενώ το 1824 μεταφέρθηκε το τυπογραφείο όπου εκδόθηκε το πρώτο φύλλο της «Εφημερίδας των Αθηνών», από τον Γ. Ψύλλα. Επίσης, εδώ επανειλημμένα φιλοξενήθηκαν το σύνολο των αγωνιστών του '21 που έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις της Αττικής, της Αθήνας και του Φαλήρου όπως: ο Μακρυγιάννης, ο Τζαβέλας, ο Κριεζώτης, ο Δ. Υψηλάντης, ο Μαυροβουνιώτης και άλλοι. Φιλοξενήθηκε και ο Γ. Καραϊσκάκης του οποίου επίλεκτο σώμα αποτέλεσαν Σαλαμίνιοι Αγωνιστές. Ο Καραϊσκάκης θάφτηκε στο ναό του Αγίου Δημητρίου, του οποίου ήταν και επιθυμία, το 1827. Το 1996, ο τάφος του ανακατασκευάστηκε και στον περίβολο του ναού στήθηκε η προτομή του. Το 1830 ο Καποδίστριας ίδρυσε το παλιό 1ο Δημοτικό Σχολείο, το οποίο λειτούργησε μέχρι το 1981. Σήμερα στεγάζει το αρχαιολογικό μουσείο.
Μετά το τέλος της επανάστασης το νησί γνώρισε μέρες άνθισης των ναυτικών επαγγελμάτων. Σημαντικό γεγονός για τη Σαλαμίνα ήταν και η εγκατάσταση στο νησί του Πολεμικού Ναύσταθμου το 1878, στη Φανερωμένη και από το 1881 στη σημερινή του θέση. Αυτή η εποχή γέννησε και ανέδειξε αξιόλογες προσωπικότητες, όπως το μεγάλο ζωγράφο Πολυχρόνη Λεμπέση, το φιλόλογο - λαογράφο Πέτρο Φουρίκη, το στρατηγό Θεόδωρο Πάγκαλο, το θεατρικό συγγραφέα Δημήτρη Μπόγρη και αργότερα το βάρδο του δημοτικόυ τραγουδιού Γιώργο Παπασίδερη, τον καθηγητή - αρχαιολόγο Δημήτρη Πάλλα, τον αρχηγό Ενόπλων δυνάμεων Σπύρο Αυγέρη κ. αλ. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έδωσε σε θυσία και πάλι τα παλικάρια της - στην αντίσταση κατά των κατακτητών - όπως τους Γεωρ. Μπεγνή, Ν.Μπερή, Φιλ. Τούτση, Στ. Νικολέτο, Γεωρ. Ελευσινιώτη, κ.αλ., όπως και ομήρους σε γερμανικά στρατόπεδα.
Ωφέλιμο να γνωρίζουμε ότι ο Α' Μεσημβρινός, κατά το γεωγραφικό σύστημα του αρχαίου μαθηματικού, αστρονόμου και γεωδαίτη Ερατοσθένη του Κυρηναίου, διέρχεται από την αρχαία πόλη της Σαλαμίνας των κλασικών χρόνων, δηλαδή τα σημερινά Αμπελάκια. Είναι γνωστό εξάλλου, σ' όλες τις φυλές της οικουμένης ότι στη γύρω θαλάσσια περιοχή βυθίστηκαν, κατά τη Ναυμαχία του 480 π.χ. αύτανδρα τα πλοία του ανατολικού δεσποτισμού. Παράλληλα, η ανάπτυξη της ναυτιλίας κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα αποτελεί μια άλλη λαμπρή περίοδο ακμής του τόπου. Δάσος σχημάτιζαν τα κατάρτια των ιστιοφόρων, σας επέστρεφαν οι καραβοκύρηδες απ' τα ταξίδια τους.
Μετά τους Έλληνες πεζομάχους στο Μαραθώνα (490 π.χ.) και στις Θερμοπύλες (480 π.χ.) ακολούθησαν οι ναυμάχοι στη Σαλαμίνα. Την 13η αττικού μηνός Βοηδρομίωνος, του πρώτου έτους της 75ης Ολυμπιάδας, επί Αθηναίου άρχοντα Καλλιάδη (28ης Σεπτεμβρίου του 480 π.χ.) οι ελεύθεροι Έλληνες πολίτες αντέταξαν στον πάνοπλο, αλλά ανελεύθερο περσικό δεσποτισμό, το σώμα, την ψυχή και το πνεύμα τους χαλύβδινα.Ο περσικός στόλος παραπλέει τις ακτές της Αττικής και εισέρχεται στα στενά της Σαλαμίνας νομίζοντας ότι αιφνιδιάζει τους Έλληνες, οι οποίοι από το ασφαλές αγκυροβόλιο τους στο λιμάνι των Αμπελακίων (αρχαίας Σαλαμίνας) ανοίγονται στη θάλασσα και παρατάσσονται με καθορισμένη σειρά κατά πόλεις έτοιμοι για ναυμαχία.
Ο Σαλαμινομάχος και αριστοτέχνης του θεάτρου, Αισχύλος, καταθέτει στην τραγωδία του «Πέρσες» το ωραιότερο γραπτό μνημείο για τη Ναυμαχία. Αγγελιοφόρος αναγγέλει στη βασίλισσα, Άτοσσα, την καταστροφή της περσικής δύναμης, του παριστάνεται από τον ποιητή ως συνέπεια «εκείνης της αρχικής αμαρτίας, που ο Έλληνας την ονομάζει Ύβριν. Ο άνθρωπος που ξεπερνά τα σύνορα που του έχουν ορισθεί, κλονίζει την τάξη του κόσμου και πρέπει να πέσει θύμα της δικής του τύφλωσης. Έτσι και το περσικό κράτος ξεπέρασε το μέτρο που του ήταν ορισμένο. Η Ύβρις αυτής της εκστρατείας βρήκε στη Σαλαμίνα το πρώτο μέρος της ανταπόδοσης, και οι Πλαταιές θα είναι το δεύτερο.» Α.Λ.
Σε μια σκηνή μοναδικού μεγαλείου, ο αγγελιοφόρος κομίζει στα ανάκτορα του Πέρση βασιλιά τη φρικτή είδηση για τη συντριβή του περσικού στόλου.«Πολιτείες όλης της Ασίας! Χώρα περσική, λιμάνι τόσου πλούτου, μ' ένα χτύπημα μονάχα πάει κατά χαμού η τρανή μας ευτυχία και των Περσών συντρίμμια εχάθη τ' άνθος. Είναι κακό να φέρνει πρώτος κανείς τα νέα της συμφοράς. Όμως είναι ανάγκη να ιστορήσω καταλεπτώς τι πάθαμε. Όλος χάθηκεν ο περσικός στρατός εκεί κάτω! Της Σαλαμίνας οι ακτές και οι γύρω τόποι έχουν γεμίσει με νεκρούς φριχτά χαμένους….Αν ήταν μονάχα το πλήθος, τότε οι Πέρσες θα κέρδιζαν τη νίκη. Γιατί όλα κι όλα οι Έλληνες τριακόσια είχαν καράβια κι εκτός τούτα, ακόμα δέκα που ξεχώριζαν. Απ' την άλλη, ο Ξέρξης οδηγούσε μια χιλιάδα κι άλλα διακόσια εφτά, στη γρηγοράδα ασύγκριτα. Ήταν τέτοια λοιπόν, η αναλογία. Μη θαρρείς τάχα πως από τούτο χάσαμε τη μάχη: Όχι, μα έτσι κάποιος Θεός το στρατό μας ρήμαξε, από το να μέρος τη ζυγαριά βαραίνοντας, μ' ανόμοια τύχη. Θεοί σώζουν την πόλη της Παλλάδας.
Η αιτία για το χαμό επίβουλο κακό ήταν, πνεύμα ή κάποιος δαίμονας οργισμένος, που άξαφνα έτσι, κανείς δεν ξέρει πως, εφανερώθη.
Όταν φωτολουσμένη σκέπασεν η μέρα με τα λευκά της άτια όλο τον κόσμο, τότε από το μέρος των Ελλήνων πρώτα σαν τραγουδιού βοή ένας ήχος χαρούμενος ακούστηκε να βγαίνει, που βουερά τριγύρω αντιλαλούσαν τα βράχια του νησιού… και τους βαρβάρους… φόβος τους έπιασε όλους, όταν είδαν πως ξεγελάστηκαν. Γιατί δεν ήταν για φευγιό που τραγουδούσαν οι Έλληνες παιάνα σεμνό, παρά γιατί στη μάχη ορμούσαν μ' αντρειωμένη την καρδιά και τη γραμμή τους, της σάλπιγγας ο αχός φλόγιζε ολούθε. Κι αμέσως τα κουπιά στο πρόσταγμα τους μ' ένα ρυθμό παφλάζοντας χτυπάνε το βαθύ κύμα κι όλοι αντικρυνά μας γοργά προβάλλουν. Πρώτο ερχόταν σε καλοσύναχτη σειρά το δεξί κέρας, ξοπίσω ακολουθούσε ο άλλος στόλος και μια κραυγή μυριόστομη αντηχούσε: Εμπρός παιδιά των Ελλήνων λευτερώστε πατρίδα, τέκνα και γυναίκες, των Θεών τα ιερά, τους τάφους των προγόνων. Τώρα θα πολεμήσετε για όλα».
«Χτυπούν αμέσως τις χάλκινές αρματωσιές τους το' να στ' άλλο σκαρί. Ένα καράβι των Ελλήνων άρχισε πρώτο και την πρύμνα, πλευρά και κουπαστές σύντριψε κάποιου φοινικικού. Τότε τις πλώρες ενάντια στρέφουν όλοι. Στην αρχή, του περσικού στόλου η γραμμή κρατούσε γερά. Μα όταν μαζεύτηκε το πλήθος των καραβιών στο στενό μέσα, δεν υπήρχε τρόπος να συντρέξει το ένα τ' άλλο, και συγκρούονταν οι χάλκινες πλώρες σπάζαν τα κουπιά τους, ενώ γύρω τα πλοία των Ελλήνων με πολλή τέχνη και γρηγοράδα από παντού χτυπούσαν κι ανάστροφα γυρνάγαν τα σκαριά. Ώσπου σε λίγο δε μπορούσες πια να βλέπεις τη θάλασσα γεμάτη απ' τα ναυάγια και τα κορμιά των σκοτωμένων, και τριγύρω οι ακρογιαλές και οι ξέρες μυρμήγκιαζαν από κουφάρια. Τότε, όσα καράβια είχαν μείνει ακόμη, δίχως τάξη ρίχνονταν στο φευγιό λαμνοκοπώντας γοργά. Κι αυτοί σα να 'τανε για ψάρια μες στο δίχτυ, με κομμάτια κουπιών ή συντρίμμια ναυαγίων βαρούν, τσακίζουν ράχες κι ένας βόγκος και θρήνος εσκέπαζε ολούθε, την άπλα του πελάγου. Ώσπου της μαύρης νύχτας έπεσε η σκοτεινιά και όλα τελείωσαν.
Της συμφοράς το πλήθος μήτε δέκα μέρες κι αν είχα στη σειρά, δε θα μπορούσα να εξιστορήσω ολάκερο, γιατί να ξέρεις ποτέ σε μια μονάχα μέρα, τόσοι πολλοί δεν αφανίστηκαν ως τώρα… Όσοι από τους Πέρσες ήταν αντρειωμένοι μ' ατρόμητες ψυχές αρχοντογέννητοι και πάντα πρώτοι απ' όλους για την πίστη που 'χαν στο βασιλιά, χάθηκαν με θάνατο φρικτό και ντροπιασμένο.Έσυρεν ο Ξέρξης μεγάλο βόγκο βλέποντας το βάθος του χαλασμού. Γιατί ψηλά καθόταν σε τόπο ξάγναντο κοντά στ' ακροθαλάσσι κι ολάκερο θωρούσε το στρατό του. Κι αφού τα πέπλα του έσκισε θρηνώντας με γοερές κραυγές, ξάφνου προστάζει το στεριανό του στράτευμα και σ' άτακτη φυγή ορμάει.»

Πηγή: Δήμος Σαλαμίνας
http://www.salamina.gr/