Αλεξανδρούπολη

Ανθρώπινη κατοίκηση παρουσιάζεται στην ευρύτερη περιοχή από τα νεολιθικά χρόνια(4500-3000 π.χ). Αρκετές θέσεις γύρω από την Αλεξανδρούπολη (Μάκρη, Πόταμος, Δορίσκος, Μικρό βουνί Σαμοθράκης) δίνουν ενδιαφέροντα στοιχεία για τον τρόπο ζωής εκείνης της περιόδου. Η επόμενη περίοδος της προϊστορίας, η εποχή του χαλκού (3000-1050π.χ), αντιπροσωπεύεται περιορισμένα, όχι μόνο στην περιφέρεια της Αλεξανδρούπολης αλλά γενικότερα στην Αιγιακή Θράκη (Μάκρη, Καρυώτες Σαμοθράκης και Μικρό Βουνί Σαμοθράκης).

Η ζώνη της Αλεξανδρούπολης - όπως και όλη η έκταση από το Δέλτα του ποταμού Έβρου μέχρι και τη Βιστωνίδα λίμνη και με όριο προς βορρά τους πρόποδες του ορεινού όγκου της Ροδόπης - κατοικείται από τους Κίκονες. Το τέλος της εποχής του χαλκού και η πρώιμη εποχή του σιδήρου αντιπροσωπεύονται στην περιοχή με αρκετές θέσεις, (Κίρκη, Άβαντας, Ποταμός, Μάκρη, Νίψα, Κοίλα) και απαντώνται όλοι οι συνηθισμένοι τύποι μεγαλιθικών μνημείων: οχυρές ακροπόλεις, υπαίθρια ιερά για τη λατρεία του ήλιου και των άστρων, ανθρωπόμορφες βραχογραφίες. Ο Ηρόδοτος αναφέρει τις πόλεις Μεσημβρία, Ζώνη, Σαλή και το Σέρρειον. Μεταγενέστερες πηγές συμπληρώνουν τις πόλεις Δρυς, Τέμπυρα και Χαράκωμα. Στο τέλος του 5ου αι.π.Χ. ορισμένες από αυτές πλήρωναν σοβαρό φόρο στην αθηναϊκή συμμαχία. Η πόλη Σάλη ταυτίζεται με τη σημερινή Αλεξανδρούπολη.

Στα βυζαντινά χρόνια η περιοχή παίζει πρωτεύοντα ρόλο, καθώς αποτελεί την άμεση γειτονιά της Κωνσταντινούπολης, και στα όρια της ακμάζουν σημαντικές πόλεις ή οικισμοί (Τραϊανούπολη, Βήρα, Μάκρη) και μοναστικά συγκροτήματα (Παναγιά Κοσμοσώτειρα στις Φέρες, σπηλαιώδης ναός των Αγίων Θεοδώρων), που προστατεύονται από ισχυρές στρατιωτικές εγκαταστάσεις (κάστρα Ποτάμου και Άβαντα.)

Μετά το Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1830, το τουρκικό κράτος προσπάθησε να εκσυγχρονιστεί για να συμβαδίσει κάπως με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Ένα από τα σύγχρονα επιτεύγματα, τότε ήταν ο σιδηρόδρομος. Τότε, γύρω από αυτόν τον τόπο υπήρχαν καλύβες και μικρόσπιτα ψαράδων, από την Αίνο, τη Μάκρη και τη Μαρώνεια. Οι πρώτοι αυτοί κάτοικοι δημιούργησαν ένα μικρό οικισμό – τη μετέπειτα Αλεξανδρούπολη - που μεγάλωνε σιγά-σιγά. Η αρχή του οικισμού είναι στη δεκαετία του 1850. Την ανάπτυξη του οικισμού σταμάτησε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1878. Η πόλη έπεσε στα χέρια των Ρώσων. Το τέλος του πολέμου βρήκε την πόλη στα χέρια των Βουλγάρων με τη συνθήκη του Αγίου-Στεφάνου. Τρεις μήνες όμως αργότερα με νέα συνθήκη η πόλη επέστρεψε στην Τουρκία.

Συντάκτης: Νίκη Καλοπαίδη

Διδυμότειχο

Η ιστορία του Διδυμοτείχου ξεκινά από τη Νεολιθική περίοδο, όταν ο λόφος της Αγίας Πέτρας στο νοτιοανατολικό άκρο της σημερινής πόλης και πιθανότατα και ο οχυρός λόφος του Καλέ στο δυτικό της άκρο κατοικούνταν, όπως αποδεικνύουν τα ενδιαφέροντα ευρήματα, τυχαία και ανασκαφικά, όπως η κεραμική και τα λίθινα, τυπικά της περιόδου εργαλεία.

Την αρχαία πόλη διαδέχεται η ελληνιστική. Από αυτή την περίοδο τα λίγα ερείπια αρχιτεκτονημάτων και άλλα τυχαία ευρήματα υπαινίσσονται την ύπαρξη ενός ευημερούντος οικισμού. Στις αρχές του 2ου μ.χ. αιώνα ο ρωμαίος αυτοκράτορας Τραϊανός επανιδρύει την πόλη προικίζοντάς την με το όνομα της συζύγου του. Η Πλωτινούπολις καθίσταται μία από τις σημαντικές αυτόνομες πόλεις της επαρχίας της Θράκης με τη δική της Βουλή και Δήμο, όπως αυτό αποδεικνύεται από σειρά αναθηματικών στηλών.

Οι βαρβαρικές επιδρομές του 3ου μ.χ. αιώνα ανάγκασαν τους ρωμαίους να προχωρήσουν στην οχύρωση των δύο απέναντι κείμενων λόφων, του Καλέ και της Αγίας Πέτρας. Στην περίοδο αυτή αποδίδεται η δημιουργία και στη συνέχεια η επιβολή του ονόματος «Διδυμότειχον», με τη σημασία ακριβώς των «δίδυμων κάστρων». Κατά τη διάρκεια των Βυζαντινών χρόνων η σημασία της πόλης-κάστρου του Διδυμοτείχου διαρκώς αύξαινε λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης και του ισχυρότατου οχυρωματικού περιβόλου που την περιέβαλλε.

Μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης στα 1261 το Διδυμότειχο ανάγεται στην πλέον σημαντική πόλη της Θράκης. Γίνεται μάρτυς της γέννησης αυτοκρατόρων, όπως του Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη , του Ιωάννη Ε΄Παλαιολόγου, αλλά και των πλέον κρίσιμων γεγονότων των υστεροβυζαντινών χρόνων. Αποτελεί την έδρα των αυτοκρατόρων Ιωάννη του Γ΄ Παλαιολόγου και του Ιωάννη Στ΄ Καντακουζηνού κατά τη διάρκεια των δύο καταστροφικών εμφυλίων πολέμων του πρώτου μισού του 14ου αιώνα.

Το Διδυμότειχο καταλήφθηκε οριστικά από τους Οθωμανούς Τούρκους στα 1361 και αποτέλεσε την πρώτη τους πρωτεύουσα στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Εδώ ο σουλτάνος Μουράτ ο Α΄ έκτισε τα ανάκτορά του και εδώ, σε ένα μικρό πύργο, φυλαγόταν ο αυτοκρατορικός θησαυρός. Ανάμεσα στα μνημεία της περιόδου η προσοχή του επισκέπτη εστιάζεται στο διάσημο και επιβλητικό Μεγάλο Τέμενος, γνωστό ως Τέμενος του Σουλτάνου Βαγιαζήτ του Κεραυνού, κτισμένο στις αρχές του 15ου αιώνα. Στην ίδια περίπου εποχή (1398) χρονολογούνται τα λεγόμενα «Λουτρά των Ψιθύρων», τα αρχαιότερα οθωμανικά λουτρά στην Ευρώπη τα οποία σώζονται και σήμερα, όπως και τα άλλα δύο γνωστά δημόσια λουτρά της πόλης. Εντυπωσιάζει ακόμη το Μαυσωλείο του Ορούτς Πασά, μία θολοσκεπής ανοικτή κατασκευή από το πρώτο τέταρτο του 15ου αιώνα.

Το ξεκίνημα του 20ου αιώνα χαρακτηρίζεται από την ένταση των συγκρούσεων ανάμεσα στις εθνότητες και τα κράτη των βαλκανίων και κορυφώνεται με τους δύο βαλκανικούς πολέμους και τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Ως αποτέλεσμα των γεγονότων αυτών το Διδυμότειχο αποδίδεται στην Ελλάδα με τη συνθήκη των Σεβρών, τον Ιούλιο του 1920.

Σήμερα το κάστρο διατηρείται στο μεγαλύτερο μήκος του, με τους 24 πύργους του, κάποιοι από τους οποίους φέρουν μονογράμματα βυζαντινών προσωπικοτήτων ή διακοσμητικά και συμβολικά μοτίβα. Στο μεταβυζαντινό ναό του Χριστού Σωτήρος ο επισκέπτης μπορεί να προσκυνήσει τη θαυματουργή αμφιπρόσωπη εικόνα της Βρεφοκρατούσας Θεοτόκου «Δυμοτειχίτισσας» με την Σταύρωση στην οπίσθια όψη, ένα αυτοκρατορικό δώρο προς την πόλη, όπως επίσης και την έξοχη υστεροβυζαντινή εικόνα του Χριστού Παντροκράτορα.

49 κτίρια της Μεταβυζαντινής πόλης έχουν κηρυχθεί ως Μνημεία Τέχνης και υπόκεινται σε καθεστώς προστασίας.

Συντάκτης: Νίκη Καλοπαίδη