Αρχαίοι χρόνοι - Ρωμαϊκή περίοδος
Το όνομα «Σύρος» προέρχεται από το Φοινικικό Ουσύρα, που σημαίνει ευτυχής ή το «Συρ» βράχος!..
Το νησί της Σύρου κατοικήθηκε ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους. Στις θέσεις Χαλανδριανή και Καστρί, ύστερα από ανασκαφική έρευνα, έχουν εντοπιστεί σημαντικά δείγματα του πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού (2.700-2.200 π.Χ.). Αξιόλογα ευρήματα έφεραν στο φως οι ανασκαφές που ξεκίνησαν το 1862 στο νεκροταφείο της Χαλανδριανής και συνεχίστηκαν αργότερα το 1898 από τον αρχαιολόγο Χρήστο Τσούντα. Ήρθαν στο φως υπολείμματα οχύρωσης, οικιών κ.ά.
Ο πρωτοκυκλαδικός οχυρωμένος οικισμός στο Καστρί αποτελεί έναν από τους καλύτερα διατηρημένους οικισμούς της περιόδου. Τα ευρήματα των ανασκαφών εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (Αθήνα), στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης Γουλανδρή και στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σύρου.
Ίχνη εγκαταστάσεων εντοπίστηκαν και σε άλλα σημεία του νησιού (Τάλαντα, Σαν Μιχάλης, Αζόλιμνος, Γαλησσάς, Μάλλια, Μάννα).Στους αιώνες που ακολούθησαν, το νησί βρέθηκε σταδιακά κάτω από την επιρροή των Φοινίκων, των Μινωιτών και στη συνέχεια των Μυκηναίων. Κατά την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού (11ος-10ος αι. π.Χ.) πιθανολογείται η εγκατάσταση Ιώνων στη Σύρο. Στην Οδύσσεια ο Όμηρος αναφέρει το νησί με το όνομα «Συρίη», και την ονομάζει «δίπολις», διότι είχε δύο πόλεις -την Ποσειδωνία και τη Φοινική- με βασιλιά τον Κτήσιο Ορμενίδη.
Τον 6ο αι. π.Χ. στη Σύρο, η οποία εν τω μεταξύ είχε καταληφθεί από τους Σάμιους, γεννήθηκε ο φυσικός φιλόσοφος Φερεκύδης, ο οποίος θεωρείται εφευρέτης του πρώτου ηλιακού ρολογιού, και δάσκαλος του Πυθαγόρα. Το όνομά του έχουν δύο σπήλαια του νησιού, ένα στο ανατολικό τμήμα (Ρηχωπού) και το άλλο στην Αληθινή, ανάμεσα στην Ερμούπολη και στην Άνω Σύρο. Την περίοδο αυτή υπήρχαν δύο πόλεις στη Σύρο: Μία στη σημερινή Ερμούπολη (στην περιοχή Πευκάκια-Ψαριανά) και μία στο Γαλησσά (Γαλησσός).Κατά την Μηδική εισβολή, η Σύρος υποτάχθηκε στους Πέρσες. Από το 478 π.Χ. εντάχθηκε στην Α΄ Αθηναϊκή συμμαχία. Διατήρησε την αυτονομία της, με βουλή και δήμο, κατέβαλε όμως φόρο υποτελείας στους Αθηναίους.
Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους (324-184 π.Χ.) η πρωτεύουσα της Σύρου βρισκόταν στη θέση της σημερινής Ερμούπολης. Μετά από μία περίοδο αναταραχών κατά τον 3ο αι. π.Χ., το νησί ακμάζει και πάλι κατά τον 2ο αι. π.Χ., όπως μαρτυρεί η κυκλοφορία χάλκινων νομισμάτων ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ., ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει η κοπή αργυρών νομισμάτων τον 2ο αι. π.Χ.
Βυζαντινοί χρόνοι - Φραγκοκρατία - Οθωμανική περίοδος
Με το τέλος του αρχαίου κόσμου, οι βαρβαρικές επιδρομές και η μάστιγα της πειρατείας, που σημαδεύουν το χώρο του Αιγαίου για πολλούς αιώνες, είχαν σαν συνέπεια την παρακμή του νησιού. Στους Βυζαντινούς χρόνους, η Σύρος αποτελεί, μαζί με τα άλλα νησιά των Κυκλάδων, τμήμα του «θέματος του Αιγαίου».
Με την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204, η Σύρος υπάγεται στην ενετική κυριαρχία και ανήκει στο «δουκάτο του Αιγαίου». Κατά τη Λατινοκρατία, η πλειοψηφία των κατοίκων αποδέχεται το καθολικό δόγμα, διατηρεί όμως την ελληνική γλώσσα, όμως παρέμεινε μια μικρή ενορία ορθοδόξων, του Αγίου Νικολάου «του Φτωχού». Στους τρεισήμισι περίπου αιώνες ζωής του δουκάτου του Αιγαίου, η Σύρος γνωρίζει ένα ιδιότυπο καθεστώς φεουδαρχικού τύπου.
Στα μέσα του 16ου αιώνα, ο οθωμανικός στόλος καταλαμβάνει το νησί και το δουκάτο καταλύεται. Όμως, οι διαπραγματεύσεις των τοπικών αρχών με την οθωμανική εξουσία οδηγούν στα 1579 στην παραχώρηση σημαντικών προνομίων στα κυκλαδονήσια, όπως, για παράδειγμα, μείωση της φορολογίας και θρησκευτική ελευθερία. Παράλληλα, στο πλαίσιο των πρώτων διομολογήσεων της Γαλλίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1535, έπειτα από σχετική συμφωνία μεταξύ της Γαλλίας και της οθωμανικής εξουσίας, οι καθολικοί τίθενται υπό την προστασία των Γάλλων, προνόμιο που διατηρήθηκε για αιώνες. Παρ' όλα αυτά, το 1617, ο οθωμανικός στόλος καταστρέφει το νησί. Κατά τον 16ο μέχρι τον 18ο αιώνα, ο πληθυσμός του νησιού ήταν περίπου 2.500 καθολικοί και 150-200 ορθόδοξοι.
Νεότεροι χρόνοι
Μετά το β΄ μισό του 17ου αιώνα, αφού έληξαν οι συρράξεις μεταξύ Ενετών και Οθωμανών, αρχίζει μια περίοδος οικονομικής ανάκαμψης στο χώρο του Αιγαίου, που κορυφώθηκε κατά το πέρασμα από το 18ο στο 19ο αιώνα. Χάρη στην καίρια γεωγραφική της θέση, την υποστήριξη των δυτικών δυνάμεων και την ενισχυμένη αυτοδιοίκηση, η Σύρος αναδείχθηκε σε ναυτιλιακό κόμβο. Η διατήρηση ουδετερότητας από τους Συριανούς κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης το 1821 είχε ως αποτέλεσμα την προσέλκυση πολυάριθμων ελληνορθόδοξων προσφύγων από τη Μικρά Ασία, τη Χίο, τα Ψαρά, την Κάσο, που βρήκαν ασφαλές καταφύγιο στο νησί. Οι νέοι κάτοικοι, κυρίως ναυτικοί και έμποροι, μεταλαμπάδευσαν νέο δυναμισμό στο νησί, που, παράλληλα με την οικονομική του ανάπτυξη, εξελίχθηκε σε διοικητικό και πολιτιστικό κέντρο. Δραστηριότητες, όπως η διακίνηση σιταριού και πολεμοφοδίων για τους εμπόλεμους, η εκποίηση λειών πολέμου αλλά και πειρατικών λαφύρων, η εξαγορά αιχμαλώτων και το δουλεμπόριο απέφεραν πλούτο στους Συριανούς. Σταδιακά και με την άφιξη πολυάριθμων προσφύγων από διάφορες περιοχές του ανατολικού Αιγαίου ανατράπηκε η παραδοσιακή αναλογία καθολικών-ορθοδόξων υπέρ των δεύτερων. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1828 οι κάτοικοι της Ερμούπολης αριθμούσαν τους 13.800, από τους οποίους το ένα τρίτο ήταν Χιώτες και το ένα πέμπτο Σμυρνιοί και Κυδωνιείς.
Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους η Σύρος, ειδικότερα η Ερμούπολη, που δημιουργήθηκε από πρόσφυγες Χιώτες, Σμυρνιούς, Ψαριανούς, Κάσιους και Κρήτες -και ονομάστηκε έτσι από τους πρώτους οικιστές της πόλης, προς τιμή του Κερδώου αλλά και του Λόγιου θεού Ερμή - αναδείχθηκε σε κομβικό σημείο του Αιγαίου και διεθνές εμπορικό κέντρο μεταξύ Δυτικής Ευρώπης, Μεσογείου και Ανατολής. Το Μάιο του 1823 η Σύρος μαζί με τη Μύκονο αποτελούν μια επαρχία σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση των νησιών του Αιγαίου που θέσπισαν οι αρχές της Επανάστασης. Από το 1830, αναπτύχθηκε στη Σύρο το εμπόριο των υφασμάτων, του μεταξιού, των δερμάτων, των σιδερικών, και παράλληλα δημιουργήθηκε ένα ισχυρό τραπεζοπιστωτικό σύστημα.
Παράλληλα δημιουργείται και το πρώτο λιμάνι. Τεράστιες αποθήκες και τελωνείο χτίζονται με τα σχέδια του αρχιτέκτονα Erlacher και συνεχίζονται από το Βαυαρό Weiler. Η θεμελίωση του έργου έγινε επίσημα από τον ίδιο τον Όθωνα. Το πρώτο νοσοκομείο της Ελλάδας χτίστηκε εδώ το 1834 και ήταν για όλους δωρεάν. Έτσι μέχρι το 1860 η Σύρος εξελίσσεται στο πρώτο εμπορικό λιμάνι της Ελλάδας. Παράλληλα με το εμπόριο, αναπτύχθηκαν η βιοτεχνία η ναυτιλία, η οικοδομική και τα δημόσια έργα. Η ακμή της Ερμούπολης συνδέθηκε με σημαντική ανάπτυξη της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής. Η παρακμή της ιστιοφόρου ναυτιλίας σήμανε μια περίοδο μαρασμού. Η σημασία της γεωγραφικής θέσης του νησιού μειώθηκε καθώς το λιμάνι του Πειραιά απέκτησε την πρωτοκαθεδρία στον ελληνικό χώρο.
Στο τέλος του 19ου αιώνα και για μερικές ακόμα δεκαετίες παρατηρήθηκε προσωρινή οικονομική ανάκαμψη, χάρη στην ανάπτυξη της βαμβακοβιομηχανίας. Η Κατοχή, ο λιμός του 1941 και οι βομβαρδισμοί κατέστρεψαν την κοινωνικο-οικονομική ζωή του νησιού. Η οικονομική παρακμή εντάθηκε κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες. Από τη δεκαετία του 1980 σημειώθηκε στροφή στην οικονομία του νησιού με κύριο άξονα τον τουρισμό.
Η Σύρος σήμερα
Οι τουριστικές υποδομές, η ένταξη του νησιού σε ευρωπαϊκά προγράμματα αλλά και η επαναλειτουργία του Νεωρίου Σύρου, η αυξημένη αγροτική παραγωγή, η ανάδειξη της αρχιτεκτονικής και βιομηχανικής κληρονομιάς του νησιού και η παρουσία δημοσίων υπηρεσιών έδωσαν ώθηση στη ζωή του νησιού, μετά από μια περίοδο οικονομικού μαρασμού. Σήμερα, η Σύρος είναι το διοικητικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο των Κυκλάδων.
Καθολικοί και Ορθόδοξοι συνυπάρχουν αρμονικά και την παλαιότερη αμοιβαία επιφυλακτικότητα του παρελθόντος έχει αντικαταστήσει η οικονομική και κοινωνική όσμωση. Έτσι, μεγάλο ποσοστό των σημερινών επαγγελματιών στην Ερμούπολη προέρχονται από την Άνω Σύρο, ενώ οι μεικτοί γάμοι είναι πλέον συνηθισμένο φαινόμενο.

Πηγή: ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
http://www2.egeonet.gr/