Το ιστορικό μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου δεσπόζει πάνω από την αριστερή όχθη του ποταμού Λούσιου. Είναι χτισμένο στη βάση ενός ψηλού και άγριου βράχου και βρίσκεται σχεδόν απέναντι από τη Μονή Φιλοσόφου ενώ απέχει 39 χλμ. από την Τρίπολη.
Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, η μονή ιδρύθηκε το 16ο αιώνα και είναι από τις μεγαλύτερες και ιστορικότερες μονές της Πελοποννήσου. Είναι ανδρική μονή και έχει τους περισσότερους μοναχούς σε σχέση με τις άλλες μονές της Αρκαδίας. Κατά την παράδοση, η ίδρυσή της ανάγεται στα μέσα του 12ου αιώνα (1167).
Το Καθολικό της μονής είναι κτισμένο στην κοιλότητα του βράχου, έχει σχήμα θολωτής Βασιλικής και εξωτερικά φέρει αγιογραφίες. Σε παλαιότερες εποχές εικάζεται ότι στο σημείο αυτό μάλλον υπήρχε ασκητήριο.
Οι τοιχογραφίες του καθολικού, παρά τις φθορές, είναι αξιόλογες και σύμφωνα με τον Φώτη Κόντογλου ανάγονται στον 16ο αιώνα και αποτελούν έργο αγιογράφου της κρητικής σχολής. Μάλιστα θεωρούνται ότι έγιναν από το Θεοφάνη τον Κρητικό και το Μόσχο. Η Μονή διαθέτει αξιόλογη βιβλιοθήκη με σημαντικά θεολογικά και φιλοσοφικά βιβλία. Στο Ηγουμενείο και στο Αρχονταρίκι φυλάγονται και εκτίθενται παλιές φωτογραφίες και γράμματα του Κολοκοτρώνη.
Λίγο πιο έξω από την Μονή σε ένα μικρό ύψωμα είναι κτισμένο το εκκλησάκι του θαυματουργού Αγίου Αθανασίου του νέου, Επισκόπου Χριστιανουπόλεως, προστάτη της μονής, όπου φυλάγεται και μέρος των λειψάνων του. Η θέση μικρού αυτού ναού του προσφέρει πανοραμική θέα στο φαράγγι του ποταμού Λούσιου και την Αρχαία Γόρτυνα. Επίσης στην περιοχή του μοναστηριού υπάρχει η μονόκλιτη βασιλική του Αγίου Ανδρέου και τα ασκηταριά του Ταξίαρχου Μιχαήλ, του Αγίου Γεωργίου, της Μεταμορφώσεως και του Αγίου Ελευθερίου.
Από την ίδρυσή της σχεδόν η Μονή υπαγόταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στην περίοδο της τουρκοκρατίας γνώρισε μεγάλη ακμή και συνέβαλε σημαντικά στον αγώνα του 1821. Με την οικονομική ευρωστία που απέκτησε λόγω των πολλών αφιερώσεων και δωρεών που δέχθηκε κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, κατόρθωσε να επιτελέσει αξιόλογο φιλανθρωπικό έργο. Συγχρόνως ήταν ασφαλές καταφύγιο για τους κυνηγημένους Έλληνες μετά τις επιδρομές των Τούρκων. Σε αυτό μάλιστα κατέφυγαν το 1779 οι Στεμνιτσιώτες για να σωθούν έπειτα από επιδρομή των Τούρκων. Η διάτρητη από τα βόλια πόρτα στην πύλη της μονής αποτελεί μαρτυρία από την πολιορκία της κατά το επεισόδιο αυτό. Τελικά οι πολιορκημένοι διασώθηκαν και οι Τούρκοι αποχώρησαν.
Η συμμετοχή του μοναστηριού στην επανάσταση του 1821 ήταν πολυδιάστατη. Χρησίμευσε σαν καταφύγιο και ορμητήριο του Θ. Κολοκοτρώνη, του Πλαπούτα και άλλων οπλαρχηγών και σαν νοσοκομείο για τους τραυματίες. Για τις ανάγκες του Αγώνα επίσης προσέφερε πολύτιμα ιερά σκεύη. Συγχρόνως ήταν κέντρο ανεφοδιασμού των πολιορκητών της Τριπολιτσάς. Τέλος πολλοί μοναχοί της συμμετείχαν ενεργά στις μάχες. Παρ' όλη την μεγάλη του προσφορά, το μοναστήρι διαλύθηκε το 1834, με διάταγμα του Όθωνα. Τέσσερα χρόνια όμως αργότερα και μετά από ενέργειες των μοναχών και των κατοίκων της περιοχής τέθηκε πάλι σε λειτουργία (7.12.1838) με διάταγμα πάλι του Όθωνα.
Σήμερα το μοναστήρι ακμάζει και έλκει πολλούς προσκυνητές. Η πρόσβαση σε αυτό μπορεί να γίνει από τη Στεμνίτσα, από τη Δημητσάνα μέσω Παλαιοχωρίου, από το Ελληνικό και από οδοιπορικές διαδρομές μέσα από το φαράγγι. Η μονή διαθέτει ξενώνες στους οποίους ο επισκέπτης μπορεί να διανυκτερεύσει.
Πηγή: ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
arcadia.ceid.upatras.gr