Ο χώρος

Το βραχώδες και έρημο νησί που εκτείνεται παράλληλα με την ανατολική ακτή της Αττικής είναι η Μακρόνησος. Στο νησί εντοπίζονται ή πιθανολογούνται ενδιαιτήματα μεταλλουργών, κτηνοτρόφων, μελισσοκόμων, μοναχών, σε ασυνεχείς περιόδους, πάντα σε σχέση με τις οικονομικές και άλλες δραστηριότητες των κοντινών περιοχών, της Κέας και της Λαυρεωτικής (του νοτίου άκρου της Αττικής). Διοικητικά η Μακρόνησος ανήκει στην Κέα, ωστόσο τουλάχιστον την τελευταία εκατονταετία φαίνεται να υπήρξε απολύτως εκτός πλαισίου μιας «διάσπαρτης πόλης» του Αιγαίου· υπήρξε απομονωμένη, αν και σήμερα φαίνεται ακόμα και κοντινή στην Αθήνα, κατεξοχήν τόπος εκτός πολιτείας, χώρος απομόνωσης και εξορίας.

Το όνομα Μακρόνησος αναφέρεται πρώτη φορά από τα μέσα του 13ου αιώνα. Στο σχήμα της οφείλεται και το αρχαίο όνομα Μάκρις και το μεταγενέστερο Μάκρη, με το οποίο είναι γνωστή τον Μεσαίωνα και μέχρι τον 20ό αιώνα. Το νησί ονομαζόταν και Ελένη, γιατί κατά την παράδοση το επισκέφτηκε η μυθολογική ηρωίδα κατά το ταξίδι της επιστροφής της από την Τροία.

Η Μακρόνησος βρίσκεται στη ροή ενός κλάδου του ισχυρού θαλάσσιου ρεύματος που χύνεται από τον Εύξεινο Πόντο στο Αιγαίο· ο βόρειος άνεμος, ο «απαρκτίας» των αρχαίων, ήταν πάντα ισχυρός στην περιοχή· τοπικός ακτοπλοϊκός κίνδυνος ήταν και ο ύφαλος της Τρυπητής στο βόρειο άκρο του νησιού. Στην αρχαιότητα, καθώς οι θαλάσσιες μεταφορές ήταν ταχύτερες και πρακτικότερες από τις χερσαίες, η γύρω περιοχή αποτελούσε πολυσύχναστο θαλάσσιο δρόμο. Έξι αρχαία ναυάγια έχουν εντοπιστεί γύρω από τη Μακρόνησο που χρονολογούνται από τον 2ο αι. π.Χ. έως τον 4ο αι. μ.Χ., δύο στον ύφαλο της Τρυπητής, ένα στο ακρωτήριο Κέντρο, ένα στον όρμο Βαθύ Αυλάκι και δύο μεταξύ Μακρονήσου και Θορικού, ενώ ακόμη και τις τελευταίες δεκαετίες ήταν ορατό το μισοβυθισμένο πλοίο «Apollonia VI» μετά την προσάραξή του στην Τρυπητή το 1980.

Στον Μεσαίωνα η Μακρόνησος ήταν, όπως και η Αίγινα και η Σαλαμίνα, ορμητήριο πειρατών. Ο βυζαντινός λόγιος Μιχαήλ Χωνιάτης (μητροπολίτης Αθηνών το διάστημα 1182-1204), αναφέρει τη φτωχή μονή Αγίου Γεωργίου στη Μάκρη και μετανιώνει που δεν την είχε εκκενώσει, ώστε οι πειρατές να έχουν ένα λιγότερο λόγο που θα καθιστούσε το νησί «ενδιαίτημα». Μαρτυρία για ύπαρξη μοναχών στο νησί υπάρχει το 1675 από τον γάλλο ταξιδιώτη Guillet, ενώ πιθανόν ο σημερινός ναός του Αγίου Γεωργίου, ίσως είναι ό,τι επιβίωσε από αυτή τη μονή.

Ο γάλλος ταξιδιώτης Tournefort που διανυκτέρευσε στο νησί στις 7 Νοεμβρίου του 1700 είχε διαβάσει στον Πλίνιό του πως η τρικυμία είχε αποκόψει τη Μακρόνησο από την Εύβοια. Η Μακρόνησος όμως γεωλογικά και μεταλλευτικά δεν είναι κομμάτι ούτε της Εύβοιας ούτε των Κυκλάδων, αλλά της Λαυρεωτικής. Φτωχότερη όμως ως προς τη μεταλλοφορία, διαβρωμένη από τη βροχή και τον άνεμο, με λίγο νερό και άγονη, όπως είναι συνήθως οι τόποι με μεταλλοφόρα κοιτάσματα.

Μεταλλουργική δραστηριότητα

Στους προϊστορικούς χρόνους, στην αντικρινή Λαυρεωτική προσορμίζονταν οι έμποροι του οψιανού που κινούνταν μεταξύ των Κυκλάδων και της ηπειρωτικής Ελλάδας· λεπίδες οψιανού έχουν βρεθεί και στη Μακρόνησο. Στη θέση Προβάτσα της Μακρονήσου έχουν βρεθεί και οι αρχαιότεροι γνωστοί «λιθάργυροι» της Λαυρεωτικής, που τεκμηριώνουν μεταλλουργική δραστηριότητα· ανακαλύφθηκε επίσης μικρός οικισμός του 2700-2300 π.Χ., σύγχρονος με τη λειτουργία του «Μεταλλείου υπ’ αρ. 3» του Θορικού, ενός από τα αρχαιότερα αργυρωρυχεία της Μεσογείου.

Κατά τη συστηματική μεταλλευτική και μεταλλουργική δραστηριότητα στη Λαυρεωτική των κλασικών χρόνων που απέδιδε τον άργυρο για τα αθηναϊκά νομίσματα, τις «γλαύκες», υπήρχε αντίστοιχη λειτουργία και στη Μακρόνησο. Οι σκωρίες αυτής της περιόδου μεταφέρθηκαν το 1871 στο Λαύριο για νέα εκμετάλλευση.

Τον 19ο αιώνα, όταν οι ορυκτές πρώτες ύλες ήταν απαραίτητες στην εκβιομηχάνιση του δυτικού κόσμου, οι έρευνες για ορυκτό πλούτο ανά τον πλανήτη εντάθηκαν με στόχο τον εντοπισμό νέων κοιτασμάτων, αλλά και παλαιών, αξιοποιήσιμων με τις νέες τεχνολογίες των ορυκτών. Η Λαυρεωτική εισέρχεται αιφνιδίως στη βιομηχανική περίοδο χάρη στην οξυδέρκεια του σμυρνιού μεταλλειολόγου Ανδρέα Κορδέλλα που διέγνωσε πως οι αρχαίες σκουριές μπορούσαν να είναι αποδοτικές. Το 1865, γενέθλιο έτος του σύγχρονου Λαυρίου, παράγεται και πάλι αργυρούχος μόλυβδος στην περιοχή, ενώ το 1885 τραίνο συνδέει το Λαύριο με την Αθήνα.

Το 1881 η Μακρόνησος παραχωρείται ως μεταλλείο σε μεταλλευτική εταιρεία («Ελένη»), το 1910 γίνεται έρευνα για ψευδάργυρο στο νησί και πριν τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο γίνεται γεωλογική έρευνα και χαρτογράφηση από τη Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου. Το 1948 (κατά την περίοδο «αναμόρφωσης» πολιτικών κρατουμένων) ιδρύεται η εταιρεία «Ελληνικαί Μεταλλευτικαί Επιχειρήσεις Μακρόνησος ΕΜΕΜ Α.Ε.».

Απομόνωση και εξορία

Τα έτη 1912-1913 στάλθηκαν στη Μακρόνησο χιλιάδες τούρκοι αιχμάλωτοι του Α´ Βαλκανικού Πολέμου. Μετά την παράδοση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912) και των Ιωαννίνων (21 Φεβρουαρίου 1913) οι αιχμάλωτοι ήταν 26.000 και 30.000 αντίστοιχα, οι οποίοι άρχισαν να μεταφέρονται δια θαλάσσης σε 32 στρατόπεδα στη νότια Ελλάδα και σε νησιωτικές ή παραθαλάσσιες θέσεις για λόγους σχετικής απομόνωσης και μειωμένης ανάγκης φύλαξης. Στην κίνηση των πλοίων από τη Θεσσαλονίκη καταγράφεται επίσης η μεταφορά πολλών αιχμαλώτων για λόγους ασφάλειας και προβλημάτων επισιτισμού και παρά το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης που προέβλεπε την παραμονή τους στο Καραμπουρνού. Από τον Νοέμβριο του 1912 αρχίζει η μεταφορά αιχμαλώτων και στη Μακρόνησο, όπου λειτούργησε θεραπευτήριο της Υγειονομικής Υπηρεσίας. Σύμφωνα με τον γαλλικό Τύπο μεταφέρθηκαν εκεί οι περισσότεροι από τους αιχμαλώτους των Ιωαννίνων, καταπονημένοι και πολλοί ήδη ασθενείς με πνευμονία και δυσεντερία.

Η κακή μεταχείριση των τούρκων αιχμαλώτων και κατοίκων από Έλληνες και Σέρβους ήταν θέμα πυκνής αρθρογραφίας του συγγραφέα Pierre Loti στις γαλλικές εφημερίδες τον χειμώνα 1912-1913. Η Επιτελική Υπηρεσία υπέβαλε υπόμνημα στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό με διαβεβαιώσεις για την τήρηση των διεθνών συμβάσεων. Στη Μακρόνησο εκατοντάδες τάφοι Τούρκων βρέθηκαν το 1948 κατά την κατασκευή στρατοπέδου, σύμφωνα με τη μαρτυρία των τότε εξορίστων. Παρατηρήθηκαν φαινόμενα καταχρήσεων εφοδιασμού από πολίτες και στρατιωτικούς (έγιναν δίκες το 1915-1916 για τις «καταχρήσεις Μακρονήσου»). Μετά την υπογραφή της ελληνοτουρκικής συνθήκης την 1η Νοεμβρίου 1913, μέσα σε ένα δεκαπενθήμερο φεύγουν για την Κωνσταντινούπολη γύρω στις 10.000 αιχμάλωτοι.

Στις 10 Ιουνίου 1922 αποφασίζεται η μεταφορά και προσωρινή εγκατάσταση στη Μακρόνησο των προσφύγων από τον Πόντο, οι οποίοι είχαν αρχίσει να φτάνουν από την άνοιξη του ίδιου έτους στην Ελλάδα. Με την άφιξη μέσα σε μια μέρα πάνω από 8.500 περίπου προσφύγων, πολλών ασθενών και αρκετών «υπόπτων χολέρας», το λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου (της Σαλαμίνας) κρίθηκε ανεπαρκές και επικίνδυνο κοντά στην Αθήνα. Στη Βουλή και τον αθηναϊκό Τύπο τίθεται το «ζήτημα των πασχόντων προσφύγων».

Η εγκατάσταση σε σκηνές έγινε κατά ζώνες (ανάλογα με την περιοχή προέλευσης των προσφύγων και των ασθενειών τους), ιδρύθηκε θεραπευτήριο και τοποθετήθηκαν απολυμαντικοί κλίβανοι. Λοιμοκαθαρτήριο συγκροτήθηκε από τη φιλανθρωπική οργάνωση των «Νοσοκομείων των Αμερικανίδων Κυριών» (American Women’s Hospital), καθώς οι Αμερικανοί ανέλαβαν τη διατροφή και την εγκατάσταση των προσφύγων της Μακρονήσου από τα τέλη του 1922. Οι πρόσφυγες έφθαναν κατά χιλιάδες και οι απώλειες λόγω των ασθενειών ήταν μεγάλες. Η διαρκής εισροή εντάθηκε με τη Μικρασιατική καταστροφή (1.150.000 άνθρωποι μεταξύ Αυγούστου 1922 και Μαρτίου 1923). Στη Μακρόνησο στις 8 Σεπτεμβρίου 1922 αναμένεται να φύγουν οι 5.500 πρόσφυγες προς την ανατολική Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη και να έρθουν οι νέοι 4.500 πρόσφυγες· στις 23 Δεκεμβρίου 1922 αποφασίζεται πως οι τελευταίοι 12.000 πρόσφυγες στα παράλια του Πόντου θα έρθουν στο νησί· στις 25 Μαρτίου 1923 φτάνουν 3.730 άνθρωποι· τον Απρίλιο και Μάιο του 1923 έχουν «αποκατασταθεί γεωργικώς» 7.000 πρόσφυγες της Μακρονήσου, έχουν μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη 4.000, όπου αναμένονται άλλοι 8.000). Υπάρχουν μαρτυρίες για φαινόμενα καταχρήσεων στον εφοδιασμό και εκμετάλλευσης των προσφύγων.

Στις 2 Φεβρουαρίου 1923, σύμφωνα με διαταγή του Υπουργείου Στρατιωτικών για την παλινόστηση των ελλήνων αιχμαλώτων μετά την υπογραφή στη Λωζάννη της Σύμβασης περί ανταλλαγής ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών, προβλέπεται η υποδοχή και απολύμανσή τους σε στρατόπεδο που θα δημιουργηθεί στη Μακρόνησο. Οι «πολιτικοί όμηροι» και «στρατιωτικοί αιχμάλωτοι» όμως που καταφθάνουν, πηγαίνουν στο λοιμοκαθαρτήριο του Πειραιά.

Το 1931 η Μακρόνησος προτείνεται ως χώρος συγκέντρωσης των κομμουνιστών. Το 1935 αναφέρεται στον Τύπο πως αποφασίστηκε να μεταφέρονται εκεί οι εκτοπιζόμενοι κομμουνιστές, για την αποφυγή του κινδύνου μετάδοσης των ιδεών τους στα νησιά του Αιγαίου.

1947 – 1950

Η δημιουργία των στρατοπέδων της Μακρονήσου συνδέεται με την «εκκαθάριση» του στρατού από «ύποπτους» στρατιώτες και αξιωματικούς, ώστε να διαφυλαχθεί το αξιόμαχο του Εθνικού Στρατού που πολεμούσε εκείνη την εποχή κατά του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Με βάση πληροφορίες που συγκέντρωνε ο στρατός από τις κατά τόπους αστυνομικές αρχές, όσοι είχαν αριστερά φρονήματα ή είχαν συμμετάσχει στην εαμική Αντίσταση θεωρούνταν «ύποπτοι» και συγκεντρώθηκαν από το καλοκαίρι του 1946 σε ιδιαίτερα τάγματα. Οι στρατιώτες που αποτέλεσαν το Α΄ Τάγμα συγκεντρώθηκαν αρχικά στο Λιόπεσι (Παιανία) Αττικής και αργότερα μεταφέρθηκαν στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης και τη Γυάρο. Οι στρατιώτες του Β΄ Τάγματος συγκεντρώθηκαν αρχικά στη Λάρισα και στη συνέχεια η έδρα του Τάγματος μεταφέρθηκε στο Ρέθυμνο, στο Λιόπεσι και τέλος στο Πόρτο Ράφτη. Οι στρατιώτες του Γ΄ Τάγματος συγκεντρώθηκαν αρχικά στη Μίκρα και μετά μεταφέρθηκαν στο Ντουντουλάρ (Διαβατά) της Θεσσαλονίκης.

Οι στρατιώτες του Β΄ Τάγματος ήταν οι πρώτοι που έφτασαν στη Μακρόνησο στις 28 Μαΐου 1947 και τους δύο επόμενους μήνες μεταφέρθηκαν στο νησί και τα δύο άλλα τάγματα. Γενικά, η ιστορία της Μακρονήσου ως τόπου εξορίας μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις περιόδους:

– η πρώτη είναι η περίοδος από την ίδρυση του στρατοπέδου μέχρι την άνοιξη του 1949, κατά την οποία στο επίκεντρο της βίαιης «αναμόρφωσης» βρέθηκαν κυρίως στρατιώτες και αξιωματικοί.

– η δεύτερη είναι η περίοδος από την άνοιξη του 1949 μέχρι το καλοκαίρι του 1950, κατά την οποία συγκεντρώνεται στη Μακρόνησο ένας διαρκώς αυξανόμενος αριθμός πολιτών (προληπτικώς συλληφθέντες, άνδρες και γυναίκες πολιτικοί εξόριστοι).

– η τρίτη εκτείνεται από το καλοκαίρι του 1950 μέχρι το κλείσιμο των στρατοπέδων, όταν στη Μακρόνησο λειτουργούν οι Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (ΣΦΑ) και τα στρατόπεδα μόνο για «ύποπτους» στρατιώτες, με συγκριτικά καλύτερες συνθήκες.

Η Μακρόνησος ήταν ένα σύμπλεγμα στρατοπέδων και χώρων εγκλεισμού που περιλάμβανε:

– τα τρία στρατόπεδα των Ταγμάτων Σκαπανέων, τα οποία την άνοιξη του 1949 μετονομάστηκαν σε Ειδικά Τάγματα Οπλιτών (Α΄ ΕΤΟ, Β΄ ΕΤΟ και Γ΄ ΕΤΟ αντίστοιχα).

– τα Ειδικά Στρατόπεδα Αναμορφώσεως Ιδιωτών (ΕΣΑΙ) για τους πολιτικούς εξόριστους, τα οποία δημιουργήθηκαν στα στρατόπεδα των δύο πρώτων Ειδικών Ταγμάτων Οπλιτών. Το Α΄ ΕΤΟ-ΕΣΑΙ δημιουργήθηκε τον Μάρτιο του 1949 και το Β΄ ΕΤΟ-ΕΣΑΙ τον Νοέμβριο του 1949.

– το Γ΄ Κέντρο Παρουσιάσεως Αξιωματικών, που δημιουργήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1947 με αριστερούς ανώτερους και κατώτερους αξιωματικούς.

– το Στρατόπεδο Πειθαρχημένης Διαβίωσης για τους πολιτικούς εξόριστους, το οποίο δημιουργήθηκε τον Νοέμβριο του 1948 στο βόρειο τμήμα του νησιού και το φρουρούσε το Δ΄ Τάγμα Χωροφυλακής. Οι πολιτικοί εξόριστοι αργότερα εντάχθηκαν στα Ειδικά Στρατόπεδα Αναμορφώσεως Ιδιωτών.

– τις Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (ΣΦΑ), τον Αύγουστο του 1947, με υπόδικους και κατάδικους στρατιώτες, οι οποίοι μέχρι τότε κρατούνταν στις Στρατιωτικές Φυλακές, που βρίσκονταν στη λεωφόρο Βουλιαγμένης.

– το Ειδικό Στρατόπεδο Αναμορφώσεως Γυναικών (ΕΣΑΓ), το οποίο δημιουργήθηκε για τις πολιτικές εξόριστες τον Ιανουάριο του 1950 και λειτουργούσε στον χώρο του Α΄ ΕΤΟ.

Ενώ τα στρατόπεδα της Μακρονήσου λειτουργούσαν από το 1947, μόνο μετά τη μαζική αποστολή των πολιτικών εξορίστων ψηφίστηκε ειδικός νόμος για τη λειτουργία των στρατοπέδων. Πιο συγκεκριμένα, με το Ψήφισμα ΟΓ΄ της 14ης Οκτωβρίου 1949 «περί μέτρων εθνικής αναμορφώσεως» ιδρύθηκε ο «Οργανισμός Αναμορφωτηρίων Μακρονήσου». Ο Οργανισμός υπαγόταν στο Γενικό Επιτελείο Στρατού και, σύμφωνα με το ψήφισμα, σκοπός του ήταν η «δια της διαφωτίσεως και διαπαιδαγωγήσεως αναμόρφωσις» των κρατουμένων. Με αυτόν τον τρόπο ο στρατός, επίσημα πλέον, θα είχε τη δικαιοδοσία για την κράτηση όχι μόνο στρατιωτών αλλά και πολιτών και η Μακρόνησος θα μετατρεπόταν σε μια τεράστια φυλακή για όλους τους πολιτικούς αντιπάλους του καθεστώτος.

1951 – 1961

Η αντίστροφη μέτρηση για τα στρατόπεδα της Μακρονήσου ξεκίνησε το 1950. Ο Εμφύλιος πόλεμος είχε σταματήσει τον Αύγουστο του 1949, όμως τα στρατόπεδα της Μακρονήσου συνέχιζαν να λειτουργούν, ο αριθμός των κρατουμένων διαρκώς διογκωνόταν και οι καταγγελίες στις εφημερίδες για τις συνθήκες που επικρατούσαν εκεί πολλαπλασιάζονταν. Μετά τις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1950 και την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Νικόλαο Πλαστήρα, η κυβέρνηση προχώρησε στην αλλαγή διοίκησης του στρατοπέδου με την τοποθέτηση του υποστράτηγου Παπαγιαννόπουλου και στον δραστικό περιορισμό της λειτουργίας των στρατοπέδων. Το αποφασιστικό βήμα έγινε το καλοκαίρι του 1950, όταν οι χιλιάδες πολιτικοί εξόριστοι μεταφέρθηκαν από τη Μακρόνησο στον Άγιο Ευστράτιο (οι άνδρες) και το Τρίκερι (οι γυναίκες). Τα στρατόπεδα συνέχισαν να λειτουργούν μέχρι το 1957, ενώ στη συνέχεια και μέχρι τον Οκτώβριο του 1960 λειτουργούσαν μόνο οι στρατιωτικές φυλακές. Τον Φεβρουάριο του 1961 οι τελευταίοι στρατιώτες που φρουρούσαν τις εγκαταστάσεις εγκατέλειψαν τη Μακρόνησο.

1962 – ΣΗΜΕΡΑ

Η Μακρόνησος… μετά τη Μακρόνησο

Η χρήση της μεγαλύτερης έκτασης του νησιού από τα στρατόπεδα συνεχίστηκε έως το 1957 περίπου, ενώ μέχρι τον Οκτώβριο του 1960 λειτουργούσαν μόνο οι στρατιωτικές φυλακές, στην περιοχή των Στρατιωτικών Φυλακών Αθηνών (ΣΦΑ), όπου το Δημόσιο κατείχε έκταση περίπου 200 στρεμμάτων, πριν αυτές εγκατασταθούν στο Μπογιάτι (Άνοιξη Αττικής). Η φρουρά φύλαξης των εγκαταστάσεων (10-15 άνδρες) εγκατέλειψε το νησί τον Φεβρουάριο του 1961. Την εγκατάλειψη ακολούθησε καταστροφή, που οργανώθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο με δημοπρασία για την αποξήλωση και την απομάκρυνση από το νησί των χρήσιμων δομικών υλικών (μαρμάρων, ξυλείας κλπ.). Παρέμειναν στο νησί μόνο μερικοί βοσκοί, που μέχρι σήμερα συνεχίζουν την ελεύθερη βοσκή των αιγοπροβάτων και λίγων βοοειδών, χρησιμοποιώντας τα κτίρια των στρατοπέδων για καταλύματα των ίδιων και των ζώων τους.

Στα επόμενα χρόνια επικρατεί σιωπή για το νησί και για τα όσα διαδραματίστηκαν εκεί. Ούτε καν η προπαγάνδα της δικτατορίας δεν αναφέρεται στον «αναμορφωτικό» χαρακτήρα της Μακρονήσου, παρά το γεγονός ότι οι αναφορές της στον Γράμμο και τον Εμφύλιο είναι τακτικότατες, κάτι που είναι αξιοπερίεργο και χρήζει ερμηνείας. Κατά την προδικτατορική περίοδο, ο μόνος άνθρωπος που ασχολείται με την ιστορία της Μακρονήσου είναι ο Νίκος Μάργαρης, κρατούμενος στο νησί κατά την περίοδο 1947-1950. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 άρχισε να συγκεντρώνει μαρτυρίες και φωτογραφικό υλικό από συγκρατούμενούς του, προκειμένου να συγγράψει μία Ιστορία της Μακρονήσου. Έκανε και την πρώτη του επίσκεψη στο νησί το 1965, που είναι από τις σπάνιες αν όχι η μοναδική επίσκεψη προδικτατορικά, κατά την οποία έβγαλε μια σειρά φωτογραφιών που απεικόνιζαν την κατάσταση των κτιρίων και των εγκαταστάσεων. Ο Μάργαρης, στη μεταπολίτευση πλέον, θα συνέχιζε να επισκέπτεται τακτικά τη Μακρόνησο μέχρι το 1998. Το δίτομο έργο του Ιστορία της Μακρονήσου που θα εκδοθεί τελικά το 1966, αποτελεί έκδοση τολμηρή για την τότε ταραγμένη περίοδο, όταν ο κομμουνισμός και οι κομμουνιστές ήταν ο νούμερο ένα εχθρός του καθεστώτος.

Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, η σιωπή για τη Μακρόνησο, ακόμα και από την πλευρά της Αριστεράς, συνεχίζεται. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η ταινία του Παντελή Βούλγαρη Happy Day (1976), η οποία αποτελεί την πρώτη κινηματογραφική απόπειρα περιγραφής της σκληρής καθημερινότητας στη Μακρόνησο. Μάλιστα, η ταινία βασίστηκε και στο πολύ σημαντικό φωτογραφικό αρχείο του Νίκου Μάργαρη.

Ουσιαστικά, είναι μετά το 1981 που η ενασχόληση με τη Μακρόνησο αρχίζει να γίνεται όλο και πυκνότερη, ίσως και γιατί για πρώτη φορά υπάρχει μια πλήρης ελευθερία έκφρασης σχετικά με τα σκοτεινά χρόνια του Εμφυλίου. Οι εκδόσεις-μαρτυρίες Μακρονησιωτών πληθαίνουν, καθώς και οι εκδηλώσεις και συναυλίες μνήμης των θυμάτων της Μακρονήσου. Συχνά μάλιστα πραγματοποιούνται στα θέατρα του ίδιου του νησιού με τη συμμετοχή μεγάλων καλλιτεχνών, όπως του Μίκη Θεοδωράκη, κρατούμενου στη Μακρόνησο.

To 1989 με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού κηρύχτηκε «ολόκληρο το νησί της Μακρονήσου ιστορικός τόπος και όλα τα κτίρια των στρατοπέδων του νησιού ιστορικά διατηρητέα μνημεία». Με μία δεύτερη διυπουργική απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού και του Υπουργείου Περιβάλλοντος, το 1990, συστάθηκε ομάδα εργασίας με εκπροσώπους αρμοδίων φορέων, έργο της οποίας είναι η διαμόρφωση προγράμματος παρεμβάσεων για την προστασία και την ανάδειξη του ιστορικού τόπου της Μακρονήσου και των ιστορικών κτιρίων και στρατοπέδων. Η Ομάδα Εργασίας πραγματοποίησε αρκετές μεταβάσεις για επιτόπια έρευνα, συγκέντρωσε από τις διάφορες υπηρεσίες τα απαραίτητα στοιχεία για τη μελέτη του νησιού, τα οποία μελέτησε κατά τις τακτές της συνεδριάσεις, καταλήγοντας σε σειρά εξαιρετικά χρήσιμων συμπερασμάτων.

Τέλος, το φωτογραφικό αρχείο του Νίκου Μάργαρη, το οποίο βρίσκεται στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), πέρα από το πλούσιο υλικό που αφορά φωτογραφίες της Μακρονήσου της περιόδου 1947-1955, περιλαμβάνει και ένα «δεύτερο» φωτογραφικό αρχείο με τις μεταγενέστερες επισκέψεις του Νίκου Μάργαρη στο νησί, από το 1965 έως το 1998, ένα είδος «ιστορικού» της φθοράς της Μακρονήσου στο πέρασμα του χρόνου.


Πηγή: Μακρόνησος Ψηφιακό Μουσείο