Στους Προϊστορικούς Χρόνους η Αντίπαρος ήταν ενωμένη με την Πάρο, από την οποία και αποσχίστηκε αργότερα εξαιτίας των γεωλογικών αναστατώσεων. Κατάλοιπα της στεριάς, που βυθίστηκε, αποτελούν τα νησάκια που βρίσκονται ολόγυρά της. Σε δυο από αυτά (Σάλιαγκος και Δεσποτικό) η αρχαιολογική έρευνα έφερε στο φως λείψανα Νεολιθικής Εποχής, από τα αρχαιότερα που ανακαλύφθηκαν στο χώρο των Κυκλάδων. Όπως προκύπτει από τα ευρήματα των ανασκαφών, οι κάτοικοι στο νησάκι Σάλιαγκας είχαν ιδρύσει γύρω στο 4000 π.Χ. έναν οικισμό, που καταλάμβανε σχεδόν ολόκληρο το νησί, ζούσαν σε πέτρινα σπίτια και ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και την αλιεία.
Στην αρχαιότητα το νησί ονομαζόταν Ωλίαρος, πράγμα που συνηγορεί πως εδώ εγκαταστάθηκαν Φοίνικες. Σε όλη την αρχαιότητα ακολούθησε τις τύχες της Πάρου. Το 13ο αι. μετονομάστηκε και πήρε την ονομασία Αντίπαρος. Στη διάρκεια των Βυζαντινών Χρόνων υπέφερε από τις πειρατικές επιδρομές, που συνεχίστηκαν και σε όλη τη διάρκεια των Μεσαιωνικών Χρόνων, γεγονός που συντέλεσε στην ερήμωση του νησιού. Στα μέσα του 15ου αι. ο Βενετός Λορεντάνο, που είχε παντρευτεί τη Μαρία Σομμαρίπα, η οποία είχε πάρει προίκα την Αντίπαρο, σε μια προσπάθεια να εκμεταλλευτεί με νέες καλλιέργειες το νησί, έχτισε το κάστρο για να προσφέρει ασφάλεια στους κατοίκους που ήθελε να εγκαταστήσει. Οι πειρατικές επιδρομές όμως συνέχισαν να μαστίζουν το νησί και στα κατοπινά χρόνια. Μεγάλη ήταν η καταστροφή που υπέστη από τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα και λίγο αργότερα καταλήφθηκε από τους Τούρκους.
Είναι ένας τόπος ιστορικός με παγκόσμιο ενδιαφέρον. Μνημεία και σύμβολα μας μιλούν για τις μορφές που έζησαν πάνω στο νησί, δημιουργούς του μοναδικού Κυκλαδικού πολιτισμού. Δυτικά της Αντιπάρου βρίσκονται μικρά νησιά, που παρουσιάζουν μεγάλο αρχαιολογικό ενδιαφέρον, το Δεσποτικό, το Τσιμιντίρι, το Στρογγυλό, το Διπλό, ο Κάβουρας, το Ρευματονήσι, ο Κόκκινος και ο Μαύρος Τούλος.
Συντάκτης: Φωτεινή Αναστασοπούλου