Η Αστυπάλαια είναι το δυτικότερο νησί της Δωδεκανήσου.
Οι αρχαίοι την αποκαλούσαν «Τράπεζα των θεών» λόγω της αφθονίας των λουλουδιών και των καρπών. Οι αρχαίοι συγγραφείς κάνουν λόγο και για το εύκρατο κλίμα του νησιού, το πλήθος των θηραμάτων και τον θαλάσσιο πλούτο της. Περιβάλλεται από πολλές νησίδες, ενώ και η ίδια αποτελείται από δυο βραχώδεις μάζες που ενώνονται με έναν ισθμό. Ο κύριος οικισμός και πρωτεύουσα, η Χώρα, έχει κτιστεί στη θέση αρχαίας πόλης, όπου δεσπόζει το ανακαινισμένο από τον Giovanni VI Quirini κάστρο της Αστυπάλαιας.
Όπως σε όλα σχεδόν τα Δωδεκάνησα, οι παλαιότεροι κάτοικοι ήταν οι Κάρες που την ονόμασαν Πύρρα, από το κοκκινωπό χρώμα του εδάφους της. Ακολούθησαν οι Μινωίτες, οι Μυκηναΐοι και τελικά οι Δωριείς από τα Μέγαρα ή την Επίδαυρο. Κατά την ελληνιστική περίοδο έφτασε σε μεγάλη ακμή και οι Ρωμαίοι συμμάχησαν με το νησί προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν ως ορμητήριο για την αντιμετώπιση των πειρατών του Αιγαίου. Η Αστυπάλαια περιήλθε το 1207 στον ενετικό οίκο των Quirini. Το 1537 ο ναύαρχος του Σουλτάνου Χαίρεντίν Βαρβαρόσσας κυριεύει το νησί που έκτοτε συγκαταλέγεται στα δώδεκα προνομιούχα νησιά του αρχιπελάγους.
Η Αστυπάλαια, λόγω της στρατηγικής της θέσης, ήταν το πρώτο νησί που καταλήφθηκε από τους Ιταλούς. Μετά την Ιταλοκρατία το 1948 ενσωματώθηκε στην Ελλάδα.

Συντάκτης: Φωτεινή Αναστασοπούλου