Κατά τους Μεσοβυζαντινούς χρόνους η φυσική οχύρωση της θέσης ενός οικισμού είναι το βασικότερο κριτήριο επιλογής για τη δημιουργία του.
Έτσι, η Κάτω Πόλη, άρχισε να δημιουργείται στη ΝΑ ακροθαλασσιά του νησιού λίγο μετά το 900 μ. Χ., περίπου 300 χρόνια μετά από την χρονολογία κτίσης της Μονεμβασιάς.
Η Κάτω Πόλη της Μονεμβάσιας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα βυζαντινής κοινοπολιτείας.
Διασχίζεται από δυο κάθετους δρόμους, οι οποίοι καταλήγουν στις τέσσερις πύλες της.
Η σημερινή Κεντρική Πύλη βρίσκεται στο Δυτικό τείχος της Κάτω Πόλης. Βορειότερα απ' την πύλη αυτή, κοντά στο βράχο, ανοίγεται η δεύτερη πύλη. Δυο ακόμη, μικρότερων διαστάσεων πύλες, ανοίγονται στο ανατολικό και νότιο, προς τη θάλασσα, τείχος. Η νότια ονομάζεται Πορτέλλο και εξυπηρετούσε την επικοινωνία της πόλης με τη θάλασσα.
Οι δρόμοι της Κάτω Πόλης είναι στενοί και στρωμένοι με πέτρα (καλντερίμια), ενώ το πλάτος τους μεταβάλλεται ανάλογα με το διαθέσιμο χώρο. Η απότομη κλίση του εδάφους υπαγόρευσε και τη δημιουργία σκαλοπατιών. Μερικά τμήματα των δρόμων σκεπάζονται από καμάρες που λέγονται δρομικές ή διαβατικά. Πάνω από αυτές, λόγω έλλειψης χώρου, αναπτύσσονται όροφοι σπιτιών.
Όσον αφορά το νερό, αυτό επίσης αποτελούσε βασικό κριτήριο για τη δημιουργία της πόλης κατά τη βυζαντινή περίοδο. Όμως, η Μονεμβασία και η ενδοχώρα της δε διαθέτουν φυσικά αποθέματα νερού ή ποτάμια. Η έλλειψή τους οδηγεί στη δημιουργία ενός συστήματος υδρεύσεως, ώστε οι ανάγκες των κατοίκων σε νερό να καλύπτονται με τη δημιουργία ιδιωτικών και δημόσιων στερνών. Συλλογή των ομβρίων υδάτων επιτυγχάνετο επίσης με την ειδική διαμόρφωση στις στέγες και τα προτεταμένα, .σαν υδρορροή επικλινή αετώματα των κτηρίων.
Στον οικισμό της Κάτω Πόλης, ο οποίος κατοικείται και σήμερα, τα ερειπωμένα κτήρια αναστηλώνονται υπό την εποπτεία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Η πόλη περιβάλλεται από προστατευτικό τείχος σε σχήμα Π, με δύο πύλες στα ανατολικά και δυτικά και μια μικρή έξοδο προς τη θάλασσα.
Στο εσωτερικό της πόλης αναπτύσσονται δημόσια κτίρια, εκκλησίες και ιδιωτικά σπίτια. Αυτά είναι κτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο λόγω έλλειψης χώρου. Στην Κάτω Πόλη έχουν διασωθεί εκκλησιαστικά κυρίως κτίρια και υπάρχουν οι ακόλουθοι ναοί:
Ελκόμενος Χριστός:
Τρίκλιτη θολοσκέπαστη βασιλική με τρούλο και νάρθηκα, κτιστό σύνθρονο και επισκοπικό θρόνο.
Ο ελκόμενος Χριστός είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος ναός τής Μονεμβασίας, πού εντυπωσιάζει και με το πέτρινο καμπαναριό πού βρίσκεται δίπλα του. Είναι μια όμορφη τρίκλιτη βασιλική με τρούλο η οποία έχει δεχθεί αρκετές συμπληρώσεις στο νάρθηκα, τον πρόναο και το τέμπλο. Μετετράπη σε τζαμί κατά την περίοδο της Α? Οθωμανικής περιόδου [μέσα του 16ου - τέλη του 17ου (1540-1690)], κατά τη Β Ενετοκρατία μετατράπηκε σε ίδρυμα καθολικών μοναχών, ενώ κατά τη Β? Οθωμανική περίοδο μετετράπη και πάλι σε τζαμί. Ο ναός σώζει σημαντικές εικόνες μεταβυζαντινών χρόνων στο εσωτερικό του.
Μουσουλμανικό Τέμενος
Κτήριο της Α' Τουρκοκρατίας (16ος αιώνας) το οποίο μετατράπηκε σε Φράγκικη εκκλησία στην Ενετοκρατία, για να ξαναγίνει τζαμί τον 18ο αιώνα. Έχει συντηρηθεί και στεγάζει την Αρχαιολογική Συλλογή.
Ναός Παναγίας Μυρτιδιώτισσας
Μονόκλιτη βασιλική με τρούλο, κτισμένη γύρω στο 1700. Το εσωτερικό ήταν διακοσμημένο με ξυλόγλυπτο τέμπλο.
Ναός Αγίου Νικολάου
Τρίκλιτη θολοσκέπαστη βασιλική με τρούλο, του 1703.
Ναός Παναγίας Χρυσαφίτισσας
Τετράγωνη αίθουσα που στεγάζεται ολόκληρη με χαμηλό τρούλο, 17ου αιώνα.
Στην Κάτω Πόλη υπάρχουν και άλλοι μικρότεροι ναοί όπως ο 'Αγιος Ανδρέας, η Αγία 'Αννα η Καθολική, η Αγία 'Αννα των χρόνων της Β΄ Ενετοκρατίας (1690-1720) και ο 'Αγιος Δημήτριος.
Συντάκτης: Φωτεινή Αναστασοπούλου