Το σπήλαιο Αλεπότρυπα, όπου διασώθηκαν και αποκαλύπτονται πλούσια κατάλοιπα από την εγκατάσταση εκεί μιας πολυάνθρωπης νεολιθικής κοινότητας που ευημερούσε κατά τη διάρκεια της Νεώτερης και της Τελικής Νεολιθικής περιόδου (5300-3200 π.Χ.), βρίσκεται στο μυχό του κόλπου του Δυρού.
Είναι ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα νεολιθικά σπήλαια της Ελλάδας κι όπως προκύπτει από τα ανασκαφικά δεδομένα και τις ραδιοχρονολογήσεις των επιχώσεων άρχισε να κατοικείται από το 5.300 π.Χ.
Πιθανολογείται ότι μια ομάδα νεολιθικών ναυτικών που παρέπλεε τη λακωνική ακτογραμμή του Μεσσηνιακού κόλπου, στο δρόμο του οψιδιανού από ή προς τη Μήλο, προσορμίστηκε στον Δυρό, όπου ανακάλυψε το πολύτιμο πόσιμο νερό που υπάρχει μέσα στη σπηλιά, και σταδιακά οργανώθηκε στο μικρό κόλπο ναυτικός εμπορικός σταθμός.
Πάντως, το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία, αποθήκη αγαθών, εργαστήριον οικοτεχνικής δραστηριότητας καθώς και σαν χώρος ταφής και λατρείας νεκρών.
Μια ισχυρή σεισμική δόνηση που συνέβη κατά το τέλος της 4ης χιλιετίας π.Χ. (όπως διαπιστώνεται από τα ανασκαφικά ευρήματα, άταφους νεκρούς και ογκώδη θραύσματα βράχων) είχε σαν συνέπεια να αποκολληθούν βράχια από την οροφή και τα πλευρικά τοιχώματα του σπηλαίου, να σφραγιστεί η έξοδος εγκλωβίζοντας τους κατοίκους. Μετά από αυτόν τον καταστροφικό σεισμό το σπήλαιο δεν ξανακατοικήθηκε.
Το σπήλαιο εντοπίστηκε το 1958 από το ζεύγος των σπηλαιολόγων Γιάννη και Άννα Πετροχείλου. Η αρχαιολογική αξία του σπηλαίου έγινε αντιληπτή από την αρχή. Ένα πρόγραμμα όμως εργασιών επέμβασης για την τουριστική εκμετάλλευσή του, που πραγματοποιήθηκε στη δεκαετία του '60 με την κατασκευή τσιμεντένιων δαπέδων και διαδρόμων, τσιμεντένιων και σιδερένιων κλιμάκων και με εκβραχισμούς και εκσκαφές για τη διευθέτηση του χώρου και την τοποθέτηση ηλεκτρολογικής εγκατάστασης, είχε δυστυχώς ως αποτέλεσμα την καταστροφή και απώλεια σε μεγάλη έκταση σημαντικών ανθρωπογενών επιχώσεων μεγάλου πάχους.
Σήμερα είναι επισκέψιμο μόνο το δυτικό τμήμα του σπηλαίου.
Το πλήθος των οστών-υπολειμμάτων τροφής από αιγοπρόβατα και βοοειδή, που βρέθηκαν διάσπαρτα σε όλα τα στρώματα των ανθρωπογενών επιχώσεων της σπηλιάς, μας πληροφορούν για την εκτεταμένη άσκηση κτηνοτροφίας στην περιοχή. Παράλληλα, οστά από ελάφια και αγριόχοιρους, καθώς και αιχμές δοράτων και βελών από οψιανό και πυριτόλιθο που βρέθηκαν στην Αλεπότρυπα, βεβαιώνουν ότι ο πληθυσμός ασχολείται δραστήρια και με το κυνήγι άγριων ζώων.
Ο σημαντικός αριθμός σπονδύλων από μικρά και μεγάλα ψάρια, που βρέθηκαν στις ανθρωπογενείς επιχώσεις της Αλεπότρυπας, αποδεικνύει την αλιευτική δεινότητα των ψαράδων της νεολιθικής κοινότητας.
Στις πολλές μικρές και μεγαλύτερες φυσικές κόγχες που βρίσκονται η μία δίπλα στην άλλη και από τις δύο πλευρές του κεντρικού διαδρόμου του σπηλαίου που οδηγεί στην Αίθουσα των Λιμνών, επικεντρώνονται όλες σχεδόν οι οικοτεχνικές δραστηριότητες των ενοίκων της σπηλιάς (υφαντικής, της κεντητικής, της κοσμητικής, της καλαθοπλεκτικής, της κατασκευής λίθινων όπλων και εργαλείων και της μεταλλοτεχνίας) όπως μαρτυρεί μεγάλος αριθμός λίθινων και οστέινων εργαλείων, ενώ στο φως της ημέρας θα εργάζονταν οι αγγειοπλάστες και αγγειογράφοι του Δυρού.
Για τη διαμονή των κατοίκων επελέγησαν οι μικρές πλευρικές κόγχες του σπηλαίου. Οι πλευρικές κόγχες της σπηλιάς επελέγησαν επίσης για καύση νεκρών και για δευτερογενείς ταφές.
Από το είδος και το πλήθος των ευρημάτων του σπηλαίου προκύπτει ότι στον Δυρό ήδη από τα μέσα της Νεώτερης Νεολιθικής και κατά τη διάρκεια της Τελικής Νεολιθικής είχε διαμορφωθεί μια οικονομικά και πολιτικά ισχυρή κοινωνική τάξη.
Είναι οι ναυτικοί που ναυπηγούν και κατέχουν τα πλοία και οι οποίοι ταξιδεύοντας και στα ανοικτά πελάγη, πραγματοποιούν και πρέπει να ελέγχουν τις θαλάσσιες μεταφορές και κυρίως το εμπόριο του οψιανού της Μήλου στη νότια Πελοπόννησο. Η τάξη των ναυτικών, επομένως, ελέγχει σε μεγάλο βαθμό και τη γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή του Δυρού, αφού εμπορεύεται τα προϊόντα της, ασκώντας παράλληλα και διοικητικές εξουσίες ασφαλώς σε ιεραρχική οργάνωση της τοπικής κοινωνίας.
Η προνομιούχος αυτή τάξη των ναυτικών του Δυρού πρέπει να είχε στην κυριότητά της τα εκατοντάδες μεγάλα στολισμένα με ανάγλυφες διακοσμήσεις αποθηκευτικά πιθάρια, όπως και το πλήθος των μεγάλων σφαιρικών τετράωτων αμφορέων για τη φύλαξη, τη χρήση και μεταφορά υγρών και συντηρημένων τροφών, και φαίνεται ότι ήταν κάτοχοι των πανάκριβων για την εποχή, μη χρηστικών, γραπτών αγγείων της Αλεπότρυπας, με τα οποία αφειδώς και σε μεγάλες ποσότητες κτέριζαν τους προσφιλείς νεκρούς τους.
Σε άτομα της ίδιας τάξης ανήκαν προφανώς και τα αργυρά κοσμήματα , τα βραχιόλια από όστρεο Spondylus gaederopus και το «σκήπτρο» από το ίδιο όστρεο , δείγματα όλα πλούτου και κοινωνικού γοήτρου, ασφαλή τεκμήρια συγχρόνως ναυτικών εμπορικών ανταλλαγών.
Οι απασχολήσεις, οι παραγωγικές εξειδικεύσεις, οι καθημερινές δραστηριότητες και οι συνήθειες της ζωής, τα ταφικά έθιμα, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, οι καλλιτεχνικές ευαισθησίες και οι πνευματικές ανησυχίες της νεολιθικής κοινότητας του Δυρού ανιχνεύονται και παρακολουθούνται στα ευρήματα που έφερε στο φως η ανασκαφική έρευνα και σήμερα εκτίθενται στο νεολιθικό μουσείο Δυρού ώστε ο επισκέπτης να μπορεί ευκολότερα να προσεγγίσει και να κατανοήσει τη ζωή της νεολιθικής κοινότητας.
Μεταξύ των εκθεμάτων του μουσείου συγκαταλέγονται αρίστης κατασκευής εργαλεία από λίθο, κόκαλο και οψιανό, εξαιρετικής τέχνης γραπτή, αδιακόσμητη και ανάγλυφη κεραμική, σύνεργα υφαντικής, βελόνες και σφονδύλια, λεπτοκαμωμένα οστέινα, λίθινα, αλλά και αργυρά κοσμήματα, κομψά πήλινα και μαρμάρινα ειδώλια και άφθονο, άριστα διατηρημένο σκελετικό υλικό ανθρώπων και ζώων.
Συντάκτης: Φωτεινή Αναστασοπούλου