Η αρχαία πόλη της Κέρκυρας, εγκαταστημένη σε απόσταση 4 χμ. νότια του σημερινού ιστορικού Κέντρου, εκτείνονταν περίπου στο κέντρο της σημερινής χερσονήσου του Κανονιού, που περιβάλλεται ΝΔ από την λιμνοθάλασσα Χαλικιόπουλου και ΒΑ από τον κόλπο της Γαρίτσας, όπου αντίστοιχα βρίσκονταν τα δύο αρχαία λιμάνια της, το Υλλαϊκό λιμάνι και το λιμάνι του Αλκινόου.
Το Υλλαϊκό λιμάνι, φυσικά διαμορφωμένο από έναν ευρύχωρο, υπήνεμο κόλπο, αποτέλεσε το πρώτο πολεμικό λιμάνι της πόλης που εξυπηρετούσε συγχρόνως και την εμπορική της κίνηση. Προοδευτικά το λιμάνι εξοπλίστηκε με τις απαραίτητες για τη λειτουργία του εγκαταστάσεις. Οι πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες εντόπισαν τα λείψανα νεωρίου (ταρσανάς, καρνάγιο), επιβεβαιώνοντας τη χρήση του λιμανιού από την αρχαϊκή έως την ελληνιστική περίοδο.
Σταδιακά το λιμάνι υποβαθμίστηκε εξαιτίας των προσχώσεων που σχηματίστηκαν από τη συσσώρευση της λάσπης των ποταμών που εκβάλλουν σ' αυτό. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη με τη μεγάλη ναυτική, εμπορική ανάπτυξη και τις πολεμικές ανάγκες της πόλης, οδήγησαν τους Κερκυραίους στο να στρέψουν την προσοχή τους στο δεύτερο φυσικό λιμάνι της χερσονήσου, στο λιμάνι του Αλκινόου. Στην αρχαιότητα η θάλασσα εισχωρούσε βαθύτερα στη στεριά και η ακτογραμμή διέγραφε έναν κόλπο με στενό άνοιγμα. Κατά τον 5ο αι. π. Χ. το λιμάνι συμπληρώθηκε με λιμενικές εγκαταστάσεις, όπως μαρτυρούν τα ευρήματα σκευοθήκης και νεωρίου, λείψανα των οποίων εντοπίστηκαν στην περιοχή της Παλαιόπολης και κοντά στην εκκλησία Τριμάρτυρος, πιστοποιώντας τη χρήση του λιμανιού από τους αρχαϊκούς χρόνους έως τον 1ο αι. π. Χ. οπότε όλη η πόλη καταστράφηκε από τα στρατεύματα του Αγρίππα. Για την προστασία της στενής εισόδου του λιμανιού κατασκευάστηκαν λιμενοβραχίονες. Ανασκαφικά εντοπίστηκε κάτω από τα θεμέλια της εκκλησιάς του Αγ. Αθανασίου (18ου αι.) ο λιμενοβραχίονας του οποίου το ανατολικό άκρο κατέληγε σε ορθογώνιο πύργο κτισμένο κατά το ισόδομο σύστημα. Η πληροφορία που αναφέρει ο Σκύλαξ στο έργο του ότι η πόλη διέθετε ένα τρίτο λιμάνι δεν έχει επιβεβαιωθεί μέχρι σήμερα ανασκαφικά.
Κατά την κλασική περίοδο η αρχαία πόλη τειχίστηκε στα βόρεια. Το τείχος, έχοντας ως αφετηρία το Υλλαϊκό λιμάνι κατευθύνονταν προς τα ανατολικά και κατέληγε στο λιμάνι του Αλκινόου. Κοντά στο λιμάνι υπήρχε πύλη την οποία προστάτευε πύργος που σώζεται μέχρι και σήμερα. Ο πύργος αυτός, γνωστός ως πύργος της Νεραντζίχας, είναι κτισμένος κατά το ισόδομο σύστημα (4ος αι. π. Χ.) και διέφυγε την καταστροφή επειδή είχε ενσωματωθεί στην ομώνυμη βυζαντινή εκκλησία της Παναγίας. Στο νότιο άκρο της χερσονήσου βρίσκεται τμήμα τείχους και πύλης, επιβεβαιώνοντας την άποψη ότι μέχρι την περιοχή αυτή εκτείνονταν η αρχαία πόλη. Η Ακρόπολη της πόλης θεωρητικά τοποθετείται στα ανατολικά της χερσονήσου, στην Ανάληψη, όπου υπάρχει λοφίσκος στην κορυφή του οποίου βρίσκεται το εκκλησάκι της Αγ. Μαρίνας. Ωστόσο η άποψη αυτή δεν έχει τεκμηριωθεί ανασκαφικά.
Κοντά στο λιμάνι του Αλκινόου, στη σημερινή Παλαιόπολη (ονομασία μεταγενέστερη για την αρχαία πόλη), βρίσκονταν η Αγορά της αρχαίας πόλης στην οποία υπήρχαν τα ιερά, τα δημόσια κτίρια, και οι κατοικίες των εύπορων πολιτών. Το σχέδιο της αγοράς δεν έχει προσδιοριστεί ακόμη με σαφήνεια. Πιθανά όμως τα λείψανα που εντοπίστηκαν κατά την διενέργεια των συστηματικών ανασκαφών ανήκαν σε ιερά. Κατά την ρωμαϊκή εποχή τα γνωστά σημαντικά κτίρια που ιδρύθηκαν στην αγορά ήταν ένα ωδείο και μια εξέδρα. Μεταγενέστερα, κατά τον 2ο αι. μ.Χ. κοντά στην αγορά κτίστηκε λουτρικό συγκρότημα (Terme) με άριστο σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης, που διέθετε εγκαταστάσεις ψυχρών (frigidarium), χλιαρών (tepidarium) και θερμών (caldarium) λουτρών.
Στο ανατολικό τμήμα της χερσονήσου, στο σημερινό κτήμα Mon Repos, κατά τα τέλη του 7ου αι. π. Χ. κτίστηκε ένας μεγαλοπρεπής, δωρικός, από ασβεστολιθικό πέτρωμα, ναός «της Ήρας» με πήλινη κεράμωση που προστατεύονταν από ισχυρό περίβολο. Η επιγραφή σε τμήμα λίθου του β' μισού του 5ου αι. π. Χ. ΤΑΣ ΑΚΡΙΑΣ (της Ακρίας) δεν μας δίνει ασφαλή ένδειξη για απόδοση του ναού στην Ήρα, διότι και η Αθηνά είχε το προσωνύμιο Ακρία.
Γύρω στο 430 π. Χ. ο ναός αυτός αντικαταστάθηκε από έναν κλασικό, ο οποίος καταστράφηκε στον 1ο αι. π. Χ. Νοτιοανατολικά και εκτός του «Ηραίου», ιδρύθηκε ένα αρχαϊκό, υπαίθριο τέμενος αφιερωμένο στον Απόλλωνα Κορκυραίο, αποτελούμενο από έναν τραπεζιόσχημο περίβολο, στο μέσο του οποίου υπάρχει τετράγωνος βωμός. Κατά την κλασική εποχή, εκτός του περιβόλου του «ναού της Ήρας», ιδρύονται διάφορα βοηθητικά κτίρια με άγνωστη έως τώρα χρήση, ενώ κατά την ελληνιστική περίοδο προστίθεται ένα αναπαυτήριο για ξεκούραση των προσκυνητών.
Σε απόσταση 300 μ. περίπου Ν.Α. του «Ηραίου» κτίστηκε περί το 500 π. Χ. «ο ναός του Καρδακίου». Πρόκειται για ένα δωρικό ναό χωρίς οπισθόδομο, με έξι κίονες στις στέγες και έντεκα στις μακριές πλευρές. Στο δυτικό τμήμα του σηκού υπήρχε μια εσχάρα ή ένας βωμός που υποδηλώνει τον χθόνιο χαρακτήρα του ναού. Ωστόσο ο ναός μέχρι σήμερα δεν έχει αποδοθεί σε συγκεκριμένη θεότητα.
Σε απόσταση 200 μ. περίπου, ανατολικά από τον πύργο της Νεραντζίχας, κοντά στο Υλλαϊκό λιμάνι, στην σημερινή περιοχή των Αγ. Θεοδώρων, υπήρχε αρχαϊκός ναός αφιερωμένος στην Άρτεμη που χρονολογείται το 590 - 580 π. Χ. Πρόκειται για ένα δωρικό, ψευδοδίπτερο ναό με πρόναο, τρίκλιτο σηκό και οπισθόδομο με οκτώ κίονες στις στενές και δεκαεπτά στις μακριές πλευρές. Ο ναός ήταν κατασκευασμένος από πωρόλιθο και είχε πήλινη στέγη, η οποία αντικαταστάθηκε γύρω στο 530 π. Χ από μαρμάρινη. Από το Αρτεμίσιο σώζεται το δυτικό αέτωμα, που είναι το αρχαιότερο σωζόμενο λίθινο αέτωμα, το οποίο απεικονίζει την Γοργώ - Μέδουσα μαζί με τα παιδιά της Πήγασο και Χρυσάωρα.
Ανατολικά του ναού ένας δρόμος 28 μ. οδηγούσε σε έναν βωμό το στηθαίο του οποίου κοσμούνταν με τρίγλυφα και μετόπες εναλλάξ.
Βορειοανατολικά του Αρτεμισίου, σε απόσταση 150 μ. περίπου εντοπίστηκαν τα λείψανα ενός τρίτου ιερού που αποτελείται από ένα ναό του οποίου αποκαλύφθηκε μόνο ο σηκός και από το βωμό που βρίσκεται στα ανατολικά. Ο ναός και ο βωμός χρονολογούνται στο β' μισό του 5ου αι. π.Χ. και αποδόθηκαν με επιφυλάξεις στο ιερό του Απόλλωνα Πυθαίου στο οποίο πιθανά ανήκει και το σήμα οριοθέτησης του ιερού με την επιγραφή «ΟΡΟΣ ΠΥΘΑΙΟΣ».
Η ανεύρεση ενός τμήματος πώρινου αετώματος με παράσταση διονυσιακού συμποσίου στη σημερινή συνοικία Φιγαρέτο στο Κανόνι, επιτρέπει την υπόθεση ότι εκεί κοντά υπήρχε το ιερό του Διονύσου.
Δυστυχώς το τέμενος του Διός, του Αλκινόου και το ιερό των Διοσκούρων που μνημονεύονται σε φιλολογικές μαρτυρίες δεν έχουν ακόμα εντοπιστεί ανασκαφικά.
Η πολεοδομία της αρχαίας πόλης βασίστηκε στο «ιπποδάμειο σύστημα», σύμφωνα με το οποίο πλατείς δρόμοι (πλατείες) ξεκινούσαν από την αγορά με κατεύθυνση από βόρεια προς τα νότια και τέμνονταν κάθετα με στενότερους δρόμους (στενωπούς) που είχαν κατεύθυνση από ανατολικά προς τα δυτικά.
Τα ανασκαφικά δεδομένα που αφορούν στην οικιστική αρχιτεκτονική της αρχαίας πόλης αποδεικνύουν ότι οι κατοικίες ήταν κτισμένες σε συνοικίες. Μάλιστα πιστοποιείται ότι οι εύπορες τάξεις κατοικούσαν γύρω από την περιοχή της αγοράς και οι ιδιωτικές αυτές κατοικίες που χρονολογούνται από την αρχαϊκή έως τη ρωμαϊκή περίοδο περιείχαν αυλές, λουτρά και περιστύλια. Αντίθετα, οι ανήκοντες στις παραγωγικές τάξεις και οι δούλοι κατοικούσαν γύρω από την περιοχή του Υλλαϊκού λιμανιού και οι κατοικίες τους αποτελούταν από λίγα απλά δωμάτια που κατανέμονται γύρω από μια αυλή με πηγάδι, εξυπηρετώντας τις βασικές μόνο ανάγκες διαβίωσης.
Για τα έργα κοινής ωφέλειας όπως η ύδρευση και η αποχέτευση, οι ενδείξεις είναι πολύ αποσπασματικές. Τα υδραγωγεία της αρχαίας πόλης δεν έχουν εντοπιστεί ανασκαφικά. Υποθετικά τοποθετούνται στην περιοχή του Καρδακίου. Η ύπαρξή τους όμως επιβεβαιώνεται διαμέσου της παρουσίας φρεατίων και πήλινων αγωγών που αποκαλύφθηκαν σε πολλές θέσεις.
Συντάκτης: Φωτεινή Αναστασοπούλου