Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
(Τοσίτσα 1 Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο τηλ. 210 8217724)
Βρίσκεται μεταξύ των οδών Πατησίων, Τοσίτσα και Στουρνάρα και είναι το μεγαλύτερο και το πλουσιότερο από όλα τα ελληνικά μουσεία και ένα από τα σημαντικότερα του κόσμου, ιδιαίτερα για τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Η ανάγκη για τη συγκέντρωση όλων των ελληνικών αρχαιοτήτων σε ένα μεγάλο μουσείο φάνηκε επιτακτική ήδη από τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση. Επειδή όμως αυτό δεν ήταν άμεσα δυνατό, η συγκέντρωση των αρχαίων ευρημάτων άρχισε να γίνεται από τους πρώτους αρχαιολόγους και αρχαιοδίφες σε υπάρχοντα ήδη, αλλά ακατάλληλα από τη φύση τους, κτήρια.Το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο ιδρύθηκε στην Αίγινα τον Μάρτιο του 1829 από τον Καποδίστρια, με έφορο τον Κερκυραίο Ανδρέα Μουστοξύδη. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο η νέα πρωτεύουσα έγινε το κύριο κέντρο περισυλλογής των αρχαιοτήτων. Από το 1834 είχε οριστεί με βασιλικό διάταγμα να γίνει το Θησείο το «Κεντρικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον», αλλά επειδή αυτό γέμισε σε πολύ μικρό διάστημα, άρχισαν να στεγάζονται τα αρχαία ευρήματα σε διάφορα άλλα κτίσματα. Μετά από διάφορες ταλαιπωρίες και μεταστεγάσεις των αρχαιοτήτων, γύρω στο 1866 άρχισε η πραγματοποίηση της ιδέας του μεγάλου μουσείου, όταν η Ελένη Τοσίτσα χάρισε στο κράτος το μεγάλο οικόπεδο της οδού Πατησίων και ο ομογενής από την Πετρούπολη της Ρωσίας Δημήτριος Μπερναδάκης πρόσφερε ένα αξιόλογο χρηματικό ποσό για τις πρώτες εργασίες. Το κτήριο άρχισε να κτίζεται τον Οκτώβριο του 1866 με βάση τα σχέδια του αρχιτέκτονα Λάνγκε ( Lange ), τα οποία σε μερικά σημεία είχαν τροποποιηθεί από τον Τσίλερ.
Μέχρι το 1874 είχε τελειώσει μόνο η δυτική πλευρά του μουσείου, αλλά μέχρι το 1889 και με τη συνεχή οικονομική βοήθεια του κράτους ολοκληρώθηκε όλη η οικοδόμηση του κτηρίου, που με διάταγμα της 19 ης Απριλίου 1881 ονομάστηκε «Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο». Η έκθεση των αρχαίων και κυρίως το στήσιμο των γλυπτών είχε αρχίσει ήδη με τη φροντίδα των μεγάλων αρχαιολόγων της εποχής, Παναγιώτη Καββαδία, Χρήστου Τσούντα και Παναγιώτη Καστριώτη.
Όμως ο πλουτισμός του μουσείου γινόταν με τέτοια ταχύτητα κατά τις επόμενες δεκαετίες, εξαιτίας του πλήθους των ευρημάτων από ανασκαφές, αγορές και δωρεές, ώστε από το 1925 άρχισε με τη βοήθεια του κράτους η επέκτασή του που ήταν έτοιμη το 1939. Ο πόλεμος όχι μόνο ανέστειλε κάθε επανεκθετική εργασία, αλλά δημιούργησε και την ανάγκη να κρυφθούν όλες οι αρχαιότητες του μουσείου, για να προφυλαχθούν από τους βομβαρδισμούς και τους άλλους πολεμικούς κινδύνους. Ύστερα από το τέλος του πολέμου και αφού έγιναν πολλές μετατροπές στην παλαιά πτέρυγα, άρχισε η εργασία της τελικής έκθεσης όλων των έργων στο ολοκληρωμένο πια κτήριο. Υπεύθυνος για την επανέκθεση αυτή ήταν ο τότε διευθυντής του Εθνικού Μουσείου, Χρήστος Καρούζος.
Περιγραφή: Αμέσως απέναντι από την κεντρική είσοδο του μουσείου βρίσκεται η αίθουσα των μυκηναϊκών εκθεμάτων που ανήκουν χρονικά από τον 16 ο ως τον 11 ο π.Χ. αιώνα. Τα περισσότερα από τα αντικείμενα αυτά προέρχονται από τάφους και κυρίως από τους δύο ταφικούς κύκλους των Μυκηνών και λιγότερα από ανάκτορα και σπίτια. Κυριαρχούν σε όλες τις προθήκες τα έργα της μεταλλοτεχνίας (χάλκινα όπλα και σκεύη), της χρυσοχοίας, της σφραγιδογλυφίας και της μικροτεχνίας σε έργα από λίθο και ελεφαντοκόκαλο. Η υπεροχή των Μυκηνών είναι αισθητή, αφού πάνω από τα μισά ευρήματα προέρχονται από την περιοχή τους. Σπουδαιότερα είναι: οι χρυσές προσωπίδες και τα χρυσά αγγεία και τα όπλα από τους δύο ταφικούς περιβόλους, τα κοσμήματα, και οι σφραγίδες από τους θολωτούς και θαλαμωτούς τάφους έξω από την Ακρόπολη των Μυκηνών, οι τοιχογραφίες από το ανάκτορο και οι επιτύμβιες στήλες. Από τις άλλες περιοχές ξεχωρίζουν τα δύο χρυσά κύπελλα του Βαφειού, οι πινακίδες Γραμμικής Β από την Πύλο, τμήματα τοιχογραφιών από την Τίρυνθα και χιλιάδες άλλα αντικείμενα από τα κέντρα του μυκηναικού πολιτισμού. Στα πλάγια της μυκηναικής αίθουσας σχηματίζονται δύο στενές αίθουσες. Στην αριστερή εκτίθενται αντικείμενα από τη νεολιθική και προμυκηναική περίοδος, και κυρίως αγγεία, εργαλεία, ειδώλεια, και κοσμήματα από τις θεσσαλικές ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου, από τους πρωτοελλαδικούς οικισμούς της Αττικής (Ασκηταριό, Άγιος Κοσμάς, Νέα Μάκρη), καθώς και χαρακτηριστικά ευρήματα από δύο κέντρα του πολιτισμού του ΒΑ. Αιγαίου (Τροία, Πολιόχνη Λήμνου).
Στη δεξιά στενή αίθουσα βρίσκονται τα εκθέματα του κυκλαδικού πολιτισμού που άνθησε στις Κυκλάδες κατά την πρώιμη κυρίως περίοδο του Χαλκού (3 η π.Χ. χιλιετία). Εκτίθενται τα περίφημα μαρμάρινα ειδώλια (σημαντικότερα ο αρπιστής και ο αυλητής από την Κέρο), τα αγγεία και τα πήλινα σκεύη (κυρίως τα περίεργα τηγανοειδή), καθώς και πολλά λίθινα, οστέινα και εργαλεία από οψιανό.
Αριστερά από τον προθάλαμο του μουσείου και σε επτά συνεχόμενες αίθουσες, εκτίθενται τα «φωτοπερίχυτα» αρχαϊκά γλυπτά, οι περίφημοι κούροι και οι κόρες, καθώς και τα επιτύμβια ανάγλυφα του 6 ου αιώνα. Πιο σημαντικά από τα έργα αυτά είναι οι γιγαντόσωμοι κούροι του Σουνίου, της Τζιάς, της Μήλου, της Βολομάνδρας, του Πτώου, που προέρχονται από διαφορετικά καλλιτεχνικά εργαστήρια και δείχνουν τις αναζητήσεις της πρώιμης μνημειώδους έκφρασης της ελληνικής τέχνης. Ακόμη, σπουδαία είναι τα αγάλματα των κορών, όπως της πρώιμης Νικάνδρης, της Αγεμώς και της Φρασίκλειας. Θα πρέπει να σημειώσουμε και τα επιτύμβια μνημεία, αλλά έκτυπα ανάγλυφα, όπως η στήλη του Αριστίωνος από τη Βελανιδέζα και άλλα ζωγραφιστά, όπως οι στήλες του Λυσέου και του Αντιφάνους. Στο τέλος αυτής της περιόδου και μαζί με άλλα μικρότερα, αλλά σπουδαιότατα, έργα της αρχαϊκής τέχνης στέκονται δύο φωτεινά αττικά έργα του τέλους του 6 ου αιώνα: ο Κροίσος από την Ανάβυσσο και ο Αριστόδικος από τα Μεσόγαια. Κοντά σ' αυτούς οι τετράγωνες βάσεις άλλων κούρων που φέρουν ανάγλυφες, σκηνές της αθλητικής και καθημερινής ζωής των αρχαίων Αθηναίων.
Στις επόμενες αίθουσες έχουν τοποθετηθεί με χρονολογική σειρά τα γλυπτά 5 αιώνων, από τα 500 π.Χ. μέχρι τον 1 ο π.Χ. αιώνα, που δείχνουν την λαμπρή πορεία της ελληνικής τέχνης και μερικούς από τους σημαντικότερους σταθμούς της. Από τα σπουδαιότερα θα πρέπει να σημειώσουμε το μεγάλο ελευσινιακό ανάγλυφο με τη Δήμητρα, την κόρη και τον Τριπτόλεμο, το χάλκινο άγαλμα του «Ποσειδώνα Αρτεμισίου» που βρέθηκε στον βυθό το 1926-28 και είναι ένα σπουδαιότατο έργο ενός από τους κορυφαίους χαλκοπλάστες της Β. Πελοποννήσου, ίσως του Καλάμιδος (γύρω στο 450 π.Χ. Ακολουθούν η αίθουσα κλασικών αναθηματικών γλυπτών, δηλαδή μικρών ή μεγαλυτέρων αναγλύφων και αγαλμάτων αφιερωμένων στα αρχαία ιερά, στα πρόπυλα των ναών και στα ιερά άλση. Σημαντικότερα έργα είναι τα ανάγλυφα του Έχελου με τη Βασίλη και της Ξενοκράτειας, που βρέθηκαν στο Ν. Φάληρο και χρονολογούνται γύρω στο 410 π.Χ.
Μετά από δύο μικρές αίθουσες κλασικών έργων -σημαντικότερα των οποίων είναι η «Αθηνά Λενορμάν» και η «Αθηνά του Βαρβακείου», που δίνουν μια ιδέα για τη χρυσελεφάντινη Αθηνά Παρθένο του Φειδία- ακολουθεί σε 3 αίθουσες η πλούσια συλλογή επιταφίων αναγλύφων με έργα που συνδυάζουν το μεγαλείο της ζωής και τη θλίψη του θανάτου. Από τα πιο σπουδαία είναι η επιτάφια στήλη της Ηγησούς από τον Κεραμεικό. Από τον 4 ο αιώνα ξεχωρίζουν η «στήλη του Ιλισού», γύρω στο 340 π.Χ., το επιτάφιο μνημείο της οικογένειας του Προκλείδου σε σχήμα ναίσκου με αέτωμα (γύρω στο 330 π.Χ.) και ο επιτάφιος ναίσκος του Αριστοναύτη (310 π.Χ.), για να φθάσουμε στο 307 π.Χ.), οπότε ένας απαγορευτικός νόμος σταματά τη δημιουργία «ακριβών» επιτύμβιων έργων.
Από τις πιο σημαντικές αίθουσες του Εθνικού Μουσείου είναι και η αίθουσα της Επιδαύρου, που είναι αφιερωμένη σε γλυπτά από τις ανασκαφές που έγιναν στο ιερό του Ασκληπιού (1882 - 1886). Τα περισσότερα προέρχονται από τα αετώματα του ναού του Ασκληπιού που παρίσταναν, το ανατολικό, άλωση της Τροίας και, το δυτικό, Αμαζονομαχία, και από τα ακρωτήρια του ίδιου ναού και του ναού της Αρτέμιδος. Από τα έργα του 4 ου αιώνα των κατοπινών αιθουσών θα πρέπει να σημειώσουμε: α) το χάλκινο άγαλμα του νέου από τα Αντικύθηρα, που βρέθηκε στο βυθό της θάλασσας το 1900. Σπουδαίο έργο ενός γλύπτη της Β. Πελοποννήσου, γύρω στο 340 π.Χ., που ίσως αποδίδει, σύμφωνα με την πειστικότερη ερμηνεία, τον Πάρι β) τρία κεφάλια από τα αετώματα του ναού της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα, μάλλον έργα του μεγάλου Σκόπα, όπως και το κεφάλι της Υγιείας, ίσως του λατρευτικού αγάλματος του ναού, που αποτελεί το κορύφωμα της κλασικής ελληνικότητας στη διάπλαση του ιδανικού της θεάς (γύρω στα 360 π.Χ.) γ) τις τρεις πλάκες με ανάγλυφη παράσταση του μουσικού αγώνα Απόλλωνος και Μαρσύα από τη βάση κάποιου πραξιτελικού έργου στη Μαντίνεια (γύρω στα 320 π.Χ.) και δ) το χάλκινο κεφάλι ενός πυγμάχου από την Ολυμπία, ίσως έργο του γλύπτη Σιλανίωνος (μέσα του 4 ου αιώνα).
Ακολουθούν τα έργα της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου, που είναι όμως λιγότερο αντιπροσωπευτικά, γιατί από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου τα κέντρα του πολιτισμού μεταφέρθηκαν στη Μ. Ασία και στις πόλεις της ανατολικής Μεσογείου. Τα πιο σπουδαία είναι: α) από τον 3 ο π.Χ. αιώνα, το μεγάλο άγαλμα της θεάς Θέμιδος που βρέθηκε το 1890 στον Ραμνούντα της Αττικής, μέσα στον ναό της θεάς, έργο του γλύπτη Χαιρεστράτου, και το χάλκινο κεφάλι, του λεγόμενου «φιλοσόφου των Αντικυθήρων», που ίσως παριστάνει τον Κυνικό Βίωνα τον Βορυσθενίτη β) από τα ύστερα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια θα πρέπει να ξεχωρίσουμε το κολοσσιαίο άγαλμα του Ποσειδώνος από τη Μήλο που βρέθηκε το 1877, τα μεγάλα κεφάλια και τμήμα από το «ιερό ύφασμα» των θεαινών της Λυκόσουρας, έργα του Μεσσήνιου γλύπτη Δαμοφώντος, τον Δία της Αιγείρας του Αθηναίου γλύπτη Ευκλείδη, καθώς και το σύμπλεγμα της Αφροδίτης και του Πανός που βρέθηκε το 1904 στη Δήο και χρονολογείται γύρω στα 100 π.Χ.
Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ενδιαφέροντα είναι αρχικά τα χάλκινα ειδώλια, αγγεία και μικροαντικείμενα της συλλογής Καραπάνου, που τα περισσότερα προέρχονται από τη Δωδώνη και δίνουν μια πλήρη εικόνα της ελληνικής μεταλλοτεχνίας από τον 6 ο π.Χ. αιώνα μέχρι και τα ρωμαϊκά χρόνια. Αλλά στην τελευταία από τις αίθουσες των χαλκών μπορεί να αποθαυμάσει κανείς πρωτότυπα έργα της ελληνικής χαλκοπλαστικής και να πάρει ένα μικρό μόνο δείγμα από τη μεγάλη παραγωγή χάλκινων αγαλμάτων, που δυστυχώς μόνο λίγα έργα της διασώθηκαν ως τις μέρες μας. Το πιο σημαντικό είναι ο Απόλλων του Πειραιώς, το αρχαιότερο μεγάλου μεγέθους χάλκινο άγαλμα, που μπορεί να χρονολογηθεί γύρω στο 520 π.Χ. Μαζί με τον Απόλλωνα αυτόν βρέθηκαν το 1959 στον Πειραιά και άλλα πρωτότυπα έργα που χρονολογούνται κυρίως στα μέσα του 4 ου αιώνα, από τα οποία σπουδαιότερο είναι η Αθηνά του Πειραιώς, που αποδίδεται στον Πραξιτέλη. Στη σχολή του ίδιου καλλιτέχνη που βρέθηκε στο βυθό της θάλασσας του Μαραθώνα.
Ο δεύτερος όροφος της βόρειας και της δυτικής πτέρυγας στεγάζει μέσα σε 10 αίθουσες τη συλλογή αγγείων του Εθνικού Μουσείου. Στην αρχή εκτίθενται τα αγγεία της περιόδου του χαλκού (3 η - 2 η π.Χ. χιλιετία). Πολύ πλούσια είναι η συλλογή των πρωτογεωμετρικών και των γεωμετρικών αγγείων, ιδιαίτερα των μεγάλων αμφορέων και κρατήρων του λεγόμενου «ρυθμού του Διπύλου». Μέσα σε προσθήκη εκτίθενται η μικρή πήλινη οινοχόη που διασώζει την αρχαιότερη ελληνική επιγραφή. Στις υπόλοιπες αίθουσες εκτίθενται αγγεία του ανατολίζοντος ρυθμού, πρωτοαττικά, μελανόμορφα και ερυθρόμορφα από διάφορους τόπους και κυρίως από την Αττική, που ήταν από τα σημαντικότερα εργαστήρια της αρχαίας ελληνικής αγγειοπλαστικής. Μοναδική στον κόσμο είναι η συλλογή των λευκών λυκήθων με τις εξαϋλωμένες αιθέριες μορφές τους, που παράγονται για μισό περίπου αιώνα (460 - 400 π.Χ.). Επίσης υπάρχουν πήλινα ειδώλια, πήλινοι πίνακες, τα πήλινα προπλάσματα των οικίσκων της Περαχώρας και του Ηραίου του Άργους, πήλινες μετόπες από τον ναό του Απόλλωνος στον Θέρμο, σαρκοφάγοι, παναθηναϊκοί αμφορείς κ.ά.
Στον επάνω όροφο του Μουσείου εκτίθενται επίσης προσωρινά οι τοιχογραφίες που αποκαλύφθηκαν τελευταία στον οικισμό του Ακρωτηρίου της Θήρας. Ξεχωρίζουν οι φυσικού μεγέθους μορφές των γυναικών ή των πυγμάχων και του ψαρά, που στόλιζαν τα σπίτια των πλουσίων ναυτικών του Ακρωτηρίου, οι δύο αντιλόπες, η «τοιχογραφία της ανοίξεως» με τα χελιδόνια και η μοναδική μικρογραφία της αναχώρησης των πλοίων.
Πλούσια εξάλλου είναι και η συλλογή των κοσμημάτων του Μουσείου που προέρχονται από όλες τις περιόδους της αρχαιότητας και κυριότερα από την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο (συλλογή Ελένης Σταθάτου).
Εκτός από τα αντικείμενα των εκθέσεων, το Μουσείο διαθέτει και τεράστιες αποθήκες, όπου υπάρχει πλήθος λιγότερο ή περισσότερο σημαντικών έργων της αρχαίας τέχνης. Ακόμη, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο λειτουργούν εργαστήρια εκμαγείων, όπου κατασκευάζονται τα γύψινα αντίγραφα πρωτοτύπων έργων, για όποιον θέλει να αποκτήσει ένα από τα έργα που σημάδεψαν την ιστορία της παγκόσμιας τέχνης.
Συντάκτης: Φωτεινή Αναστασοπούλου