Σύμφωνα με την μυθολογία εδώ ήταν το ορμητήριο του θεού Άρη αλλά και του Βορέα. Με την λίμνη Βιστωνίδα συνδέεται και ο άθλος του Ηρακλή με τα άλογα του Διομήδη.
Εντοπίστηκαν ευρήματα νεολιθικών οικισμών στη Λαφρούδα, Διομήδεια, Μέλισσα, Θέρμες και αλλού.
Στα αρχαια χρόνια, ήταν ένα χωριό που βρισκόταν στο πέρασμα του ποταμού Κοσσινίτη-Κοσύνθου, ακριβώς στην είσοδο της χαράδρας προς το εσωτερικό της ορεινής περιοχής. Το χωριό αυτό στα αρχαιοθρακικά ονομαζόταν Πάρα (το) και σήμαινε το πέρασμα, διάβαση δηλ. την ίδια έννοια με το νοτιοελληνικό πόρος: διάβαση.
Με την πάροδο του χρόνου το όνομα του χωριού αυτού ενώθηκε με το άρθρο το και έτσι μετονομάσθηκε σε Τόπαρα ή Τόπειρος με την ίδια πάντα σημασία.
Με τη διέλευση της Εγνατίας οδού μέσα από το χωριό αυτό (100 π.Χ.) το Τοπάρα αναπτύχθηκε σε πλούσια πόλη και ακμαία «ελεύθερη» με δικά της νομίσματα (2ος αιώνας μ.Χ.).
Την εποχή του Χαλκού η περιοχή δέχεται επιδράσεις από Τροία, Λέσβο και Λήμνο. Σύμφωνα με τον Όμηρο, οι Θράκες είναι καλοί πολεμιστές, με γυμνασμένα άλογα και αξιόλογη μεταλλουργία χρυσού και αργύρου.
Από τον 7ο αι. π.Χ., που ιδρύεται η αποικία των Αβδήρων, ως το 330 μ.Χ., που αρχίζει η Βυζαντινή περίοδος, έχουμε τη διαμόρφωση νέας κατάστασης ακμής και λάμψης.
Σημαντικό ρόλο παίζουν τα Άβδηρα και άλλες αποικίες που διευκολύνουν τη διείσδυση του Ελληνικού πολιτισμού και τον εξελληνισμό των Θρακών.
Τον 8ο μ.Χ. η πόλη καταστράφηκε, άγνωστο αν από σεισμό ή βαραβαρικές επιδρομές, όμως ξανακτίσθηκε. Αλλά άλλαξε όνομα και μετονομάσθηκε σε (λατινικό) Ρούσιο (ίσως γιατί νόμισαν ότι η ονομασία Τόπερος προερχόταν από το Τόπυρος που σημαίνει το πύρινο). Αργότερα από Ρούσιο μετονομάσθηκε στο ελληνικότερο Ξάνθεια, όνομα με το οποίο πρωτομαρτυρείται το 879 μ.Χ., όταν ο επίσκοπος αυτής Γεώργιος αναφέρεται να συμμετέχει σε σύνοδο στην Κων/πολη.
Στο τέλος του 14ου αι. αρχίζει ο εποικισμός της περιοχής με μουσουλμάνους και ο εξισλαμισμός των ορεινών περιοχών του νομού.
Η ανάπτυξη της περιοχής αρχίζει εκ νέου με την καλλιέργεια του καπνού τον 17ο αι., ενώ τον επόμενο αιώνα η Γενισέα και η Ξάνθη γίνονται γνωστές παγκοσμίως λόγω του καπνού. Ακολουθεί περίοδος Βουλγαρικής κατοχής και κορύφωσης του Μακεδονικού αγώνα.
Το 1920 η νοτιοδυτική Θράκη ενσωματώνεται στην Ελλάδα.
Μετά το 1922 ο πληθυσμός ενισχύεται με πρόσφυγες από τον Πόντο, Ιωνία, Ανατολική και Βόρεια Θράκη. Τη δεκαετία του 1960 παρατηρείται μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 70 η παρουσία του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και του Δ' Σώματος Στρατού τονώνουν την περιοχή.

Πηγή: Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ξάνθης
http://dipe.xan.sch.gr/