Σύμφωνα με την επικρατέστερη ετυμολογία, η ονομασία της Ύδρας οφείλεται στον υδάτινο πλούτο της κατά το απώτατο παρελθόν. Παρότι το νησί είχε ήδη κατοικηθεί από τους προϊστορικούς χρόνους, μετέπειτα, παρέμεινε ένας τόπος τραχύς και σχεδόν έρημος, αποκομμένος από την ιστορική και πολιτιστική εξέλιξη. Η πρώτη αναφορά στο νησί -με το όνομα Υδρέα- βρίσκεται στον Ηρόδοτο. Για τους επόμενους αιώνες, οι πληροφορίες για την Ύδρα είναι ελάχιστες. Στις δυτικές μεσαιωνικές πηγές - κυρίως σε γεωγραφικά κείμενα και χάρτες- το όνομα του νησιού εμφανίζεται παραλλαγμένο με διάφορες μορφές (Sidra, Sidre, Sidera, Sidero, Sidro κ.α), ενώ δεν έχει διευκρινιστεί ο χρόνος καθιέρωσης του σημερινού ονόματος. Από το δεύτερο μισό του 15ου αρχίζει ο εποικισμός της με την εγκατάσταση αλβανοφώνων από τη γειτονική Πελοπόννησο. Κατά το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, αρχίζει να διαμορφώνεται ο σημερινός οικισμός της Ύδρας, αλλά και να τίθενται οι βάσεις για τη μεταγενέστερη ανάπτυξη της ναυτιλίας, αφού το άγονο έδαφος του νησιού ανάγκασε τους κατοίκους να αναζητήσουν στη θάλασσα τους πόρους για επιβίωση. Τον 18ο αιώνα οι Υδραίοι, άρχισαν να επιδίδονται στη ναυπήγηση μικρών ιστιοφόρων (τρεχαντήρια) και από τα μέσα του ίδιου αιώνα, πλοίων μεγάλης χωρητικότητας, που έπλεαν σε όλη τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα. Παράλληλα, οι πολεμικές συγκρούσεις και οι εξεγέρσεις στον ελλαδικό χώρο είχαν ως αποτέλεσμα την εγκατάσταση στην Ύδρα και νέων εποίκων από την Πελοπόννησο, που ενδυνάμωσαν περαιτέρω -πληθυσμιακά και οικονομικά- το νησί. Μια σειρά παραγόντων στα τέλη του 18ου αι. και στις αρχές του 19ου συνέβαλαν στην ακμή της ναυτιλιακής και εμπορικής δραστηριότητας του νησιού, και κατ' επέκταση στην οικονομική και πνευματική άνθησή του: οι νέες δυνατότητες που έδωσε στην ελληνική εμπορική ναυτιλία η ρωσοτουρική συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζί (1774), η εύνοια της οθωμανικής διοίκησης η οποία στηριζόταν πολύ στη ναυτική εμπειρία των Υδραίων που υπηρετούσαν στον τουρκικό στόλο, η αυτοδιοίκηση που εξασφάλιζε το νησί και ο διορισμός το 1802 του ικανότατου και δραστήριου Γεωργίου Βούλγαρη, ως διοικητή και τοποτηρητή των Τούρκων (μπας κοτζάμπασης) και κυρίως η διάσπαση από τους Έλληνες ναυτικούς του αποκλεισμού που είχε επιβάλει η Αγγλία στα λιμάνια της γαλλικής επικράτειας κατά τη διάρκεια των ναπολεόντειων πολέμων για τη μεταφορά σιτηρών, σε συνδυασμό με την εξαφάνιση των γαλλικών πλοίων από την ανατολική Μεσόγειο. Το υψηλό επίπεδο ανάπτυξης της Ναυτιλιακής και εμπορικής δραστηριότητας αποδεικνύουν η ίδρυση ναυτικής σχολής με τη μετάκληση ιταλών και πορτογάλων δασκάλων, για τη συστηματικότερη διδασκαλία της ναυτικής τέχνης, καθώς και η θέσπιση ειδικών νόμων και κανόνων για τη ρύθμιση των σχετικών συναλλαγών. Στις παραμονές της επανάστασης του 1821, το νησί είχε πληθυσμό περίπου 28.000 κατοίκους και διέθετε 186 πλοία, εξοπλισμένα με κανόνια για την αντιμετώπιση της πειρατείας και επανδρωμένα με εμπειροπόλεμα πληρώματα. Η επανάσταση στην Ύδρα κηρύχθηκε επισήμως στις 16 Απριλίου 1821 από τον Αντώνιο Οικονόμου και το λαό, που έκαμψαν τις επιφυλάξεις των προκρίτων. Το νησί συνέβαλε καθοριστικά στο ναυτικό αγώνα θυσιάζοντας ανθρώπινες ζωές, πλοία και χρήματα και αναδεικνύοντας ηγέτες και αγωνιστές όπως τους: Α. Μιαούλη, Α. Πιπίνο, Ι και Μ. Τομπάζη, Α. Τσαμαδό, Γ. Σαχίνη, Γ. Σαχτούρη και άλλους. Έντονη όμως ήταν η αντίδραση των ισχυρών της Ύδρας στην προσπάθεια του Ι. Καποδίστρια να καταργήσει τα προνόμια που απολάμβανε το νησί μέχρι τότε. Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους και για έναν περίπου αιώνα, η Ύδρα, παρά το μικρό μέγεθός της και την εντεινόμενη οικονομική παρακμή της, έδωσε στην πολιτική ζωή της χώρας πέντε πρωθυπουργούς, πολλούς υπουργούς (ιδίως στο υπουργείο Ναυτιλίας), καθώς και το ναύαρχο Π. Κουντουριώτη, αρχηγό του ελληνικού στόλου στους βαλκανικούς πολέμους και πρώτο πρόεδρο της ελληνικής δημοκρατίας.

Πηγή: Δήμος Ύδρας
http://www.ydra.gov.gr/