Σε απόσταση 1 χλμ. νότια του Μακρυγιάλου, στη θέση Λουλουδιές Κίτρους, όπου κατά τους ιστορικούς Ε. Heuzeu και N. Hammond διεξήχθη το 168 π. Χ. η μάχη της Πύδνας, συνέπεια της οποίας ήταν η υποταγή της Μακεδονίας στους Ρωμαίους, σώζονται ανατολικά της νέας σιδηροδρομικής γραμμής Κατερίνης - Θεσσαλονίκης τα ερείπια οχυρωμένου επισκοπικού συγκροτήματος του 5ου-6ου αι. μ. Χ.
Η Βυζαντινή πόλη της Πύδνας, που τον 6°-7° αιώνα μ. Χ. μετονομάσθηκε σε Κίτρος υπήρξε μέχρι τον 14° αιώνα μ. Χ. η σημαντικότερη πόλη της μεσαιωνικής Πιερίας.
Στην περιοχή έχουν ανασκαφεί ερείπια του κάστρου, με την ενδιαφέρουσα φρουριακή αρχιτεκτονική του και ο μεσοβυζαντινός επισκοπικός ναός.
Εντυπωσιακό είναι το τετραπύργιο, διαστάσεων 80Χ90μ., το οποίο ιδρύθηκε στη θέση ενός σταθμού της αρχαίας οδού Θεσσαλονίκης - Δίου. Ο αρχικός σχεδιασμός του συγκροτήματος περιλάμβανε τον οχυρωμένο με τέσσερις πύργους περίβολο, μέσα στον οποίο κατασκευάσθηκαν τρίκλιτη βασιλική, επισκοπικό μέγαρο και περιμετρικά στοές με πεσσούς.
Το συγκρότημα ιδρύθηκε πιθανότατα το 479 ως έδρα της επισκοπής Πύδνης. Το επισκοπικό μέγαρο κτίσθηκε επάνω στα ερείπια ενός λουτρού του 2ου αιώνα μ. Χ., τα ψηφιδωτά δάπεδα του οποίου διακρίνονται κάτω από τα δάπεδά του, ενώ ανατολικά του μεγάρου διατηρούνται τα ψηφιδωτά δάπεδα μιας έπαυλης των χρόνων του Κωνσταντίνου, η ίδρυση της οποίας συνδέεται πιθανότατα με την εγκατάσταση στη θέση αυτή ενός ανώτερου δημοσίου υπαλλήλου, επιφορτισμένου με τη συγκέντρωση των φόρων.
Το τετραπύργιο διατήρησε τον αρχικό του σχεδιασμό μέχρι την εποχή του Ιουστινιανού, οπότε έχασε τον οχυρό του χαρακτήρα και διευρύνθηκε με την κατασκευή αποθηκών, εργαστηρίου παραγωγής κρασιού και ελαιοτριβείου. Καταστράφηκε από σεισμό στα μέσα του 6ου αι., οπότε η βασιλική ξανακτίστηκε περιορισμένη στο κεντρικό κλίτος και μετατράπηκε σε κοιμητηριακή.
Το συγκρότημα πρέπει να εγκαταλείφθηκε οριστικά κατά τη διάρκεια των βουλγαρικών επιδρομών στο τέλος του 9ου αιώνα μ. Χ..
Μέσα στο κάστρο εντοπίσθηκαν τμήματα δύο παλαιοχριστιανικών βασιλικών του 4ου και 6°" αιώνα μ. Χ., η τελευταία από τις οποίες πυρπολήθηκε κατά την άλωση του φρουρίου από τους Βούλγαρους, γεγονός που τοποθετείται μεταξύ των ετών 913-924 μ. Χ. Στη θέση της ιδρύθηκε στο τέλος του 10ου αιώνος μ. Χ. μια μεγαλόπρεπη βασιλική μεταβατικού τύπου με τρούλο και περίστωο, διαστάσεων 23,20X16,60μ., που ήταν κοσμημένη με ψηφιδωτά, τοιχογραφίες και αξιόλογα γλυπτά και υπήρξε ο επισκοπικός ναός του Κίτρους.
Το Κίτρος που υπήρξε έδρα κατεπανικίου (υποδιαίρεση διοικητικών τμημάτων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας) υπαγόμενου στο θέμα (διοικητικό τμήμα) Βεροίας, αναδείχθηκε τον 11° και 12° αιώνα μ. Χ. σε κέντρο παραγωγής κεραμικής και σε δραστήριο εμπορικό λιμάνι, όπως έδειξε η ανασκαφή εργαστηρίου κεραμικής με φούρνο και πανδοχείου με λουτρό του 12ου αιώνα μ. Χ. στην περιοχή του λιμανιού. Την ακμή του διέκοψε η άφιξη των Φράγκων το 1204, οι οποίοι σύμφωνα με τα ανασκαφικά στοιχεία πρέπει να κυρίευσαν το κάστρο ύστερα από πολιορκία και να πυρπόλησαν στη συνέχεια όλο τον οικισμό.
Το Κίτρος εγκαταλείφθηκε λόγω των πειρατικών επιδρομών στο τέλος του 15ου αιώνα μ. Χ., οπότε οι κάτοικοι του μετοίκισαν στον σημερινό οικισμό του Κίτρους.
Σήμερα, ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει την οχύρωση με τρεις από τους πύργους της, τη βασιλική, το επισκοπικό μέγαρο, τα ψηφιδωτά δάπεδα της έπαυλης του 4ου αιώνα μ. Χ., τους τάφους, τα πηγάδια, τον κεραμικό κλίβανο και τους φούρνους του γυαλιού.
Συντάκτης: Φωτεινή Αναστασοπούλου