Οικισμός της νεότερης νεολιθικής (5300 - 4500 π.Χ.) με σημαντικά ευρήματα, ένας από τους πρώτους που ερευνήθηκαν στο χώρο της Μακεδονίας. Από τον 7 ο αι. π.Χ. ήταν η σπουδαιότερη πόλη των Βοττιαίων. Το όνομα της είναι προελληνικό, σημαίνοντας πιθανόν την αγριοσυκιά. Το 479 π.Χ. καταστράφηκε από τους Πέρσες. Από το 432 π.Χ. έγινε έδρα του «Κοινού των Χαλκιδέων». Καταστράφηκε ολοκληρωτικά από τον βασιλιά Φίλιππο Β' το 348 π.Χ. Λείψανα της αρχαϊκής πόλης εντοπίστηκαν στο νότιο λόφο, όπου ανασκάφηκαν αγορά, βουλευτήριο, καταστήματα και κατοικίες. Η κλασική πόλη απλώνεται στο βόρειο λόφο και περιβάλλεται από πλινθόκτιστο τείχος με πύλες και πύργους. Η πόλη είναι κτισμένη σύμφωνα με το «ιπποδάμειο σύστημα». Τα οικοδομικά τετράγωνα ορίζονται από παράλληλες λεωφόρους (πλάτους 5 - 7 μ.) από Β. προς Ν. και κάθετους δρόμους από Α. προς Δ. Έχουν ανασκαφεί περισσότερα από 100 σπίτια. Όλα είχαν αυλή, όπου ανοίγονται τα δωμάτια, και ανδρώνα, μαγειρείο, λουτρό με πήλινους λουτήρες και αποθήκες, ενώ πολλά ήταν διώροφα. Παρόμοια σπίτια βρέθηκαν και σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας, αλλά και στη Δήλο, την Αττική, τη Θεσσαλία, την Πριήνη κ.α. Η ρυμοτομία της πόλης ήταν πολύ προσεγμένη με λιθόστρωτους αμαξιτούς δρόμους, πεζοδρόμια και ολοκληρωμένο σύστημα ύδρευσης. Στα ΝΑ. του οικισμού εκτείνεται ο τομέας των επαύλεων, με σπίτια μεγάλων διαστάσεων με περίστυλη αυλή και διακοσμημένα με ωραία ψηφιδωτά δάπεδα (π.Χ. «Βίλλα της Αγαθής Τύχης»), από τα τέλη του 5 ου έως τις αρχές του 4 ου αι. π.Χ. Έξω από την πόλη ερευνήθηκαν πολλοί τάφοι σε τρία νεκροταφεία. Αντιπροσωπευτικά ευρήματα από τα σπίτια και τα νεκροταφεία εκτίθενται στο Μουσείο Πολυγύρου. Η πόλη αναβίωσε τουλάχιστον κατά τον 6 ο αι. μ.Χ. Λείψανα παλαιοχριστιανικών οικοδομημάτων στον Άγιο Μάμαντα, νότια της Ολύνθου, και στα Μαριανά, βόρεια του οικισμού (πύργος, κατάλοιπα τείχους κ.ά).
Συντάκτης: Φωτεινή Αναστασοπούλου