Ο προϊστορικός οικισμός του Ακρωτηρίου εκτείνεται σε μια μικρή πεδιάδα στο νότιο άκρο της Σαντορίνης, κοντά στο ομώνυμο σύγχρονο χωριό. Διέθετε δύο φυσικά λιμάνια προστατευμένα από τους δυνατούς βόρειους ανέμους που πνέουν στην περιοχή.
Στο Ακρωτήρι, ανασκάφθηκε τμήμα μιας πλούσιας πόλης που άκμαζε ήδη κατά τη μεσοκυκλαδική εποχή (α' μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ.). Η θέση κατοικήθηκε από την ύστερη νεολιθική και την πρώιμη εποχή του Χαλκού (4η - 3η χιλιετία π.Χ.).
Κατά τη μέση εποχή του Χαλκού (1800-1650 π.Χ.) η πόλη μετατράπηκε σε κοσμοπολίτικο λιμάνι και παρουσίασε μεγάλη άνθιση. Τα περισσότερα κτίρια -που κατάφεραν να επιβιώσουν μέχρι την τελική καταστροφή από την έκρηξη του ηφαιστείου- θεμελιώθηκαν αυτή την περίοδο, αν και στη συνέχεια υπέστησαν αρκετές επισκευές κυρίως λόγω συχνών σεισμών. Ο πολεοδομικός ιστός της πόλης έγινε πυκνός, με ευρύ δίκτυο λιθόστρωτων δρόμων, που οδηγούσαν από το ένα άκρο της πόλης στο άλλο, με πλατείες και ανεπτυγμένο αποχετευτικό σύστημα. Προς το τέλος της περιόδου αυτής το Ακρωτήρι, σημαντικό αστικό κέντρο πλέον, είχε δημιουργήσει ένα ευρύ δίκτυο σχέσεων και ανταλλαγών, εμπορικών και πολιτιστικών, με τις υπόλοιπες Κυκλάδες, την ηπειρωτική Ελλάδα, τα Δωδεκάνησα, την Κρήτη, την Κύπρο, την Αίγυπτο και την Παλαιστίνη. Προϊόντα πρώτης ανάγκης ή πολυτελείας ταξίδευαν προς αυτό ή από αυτό σε διάφορους προορισμούς.
Στο απόγειο της ακμής της βρισκόταν η πόλη στα μέσα του 17ου αι. π. Χ., λίγο πριν από την καταστροφή της από την έκρηξη. Οι κάτοικοι είχαν αποκτήσει μεγάλη τεχνική εξειδίκευση και επιδεξιότητα κι αυτό το διαπιστώνουμε από τα κτίσματα και τα αντικείμενα που βρέθηκαν κατά την ανασκαφή. Στην πόλη ζούσαν ικανοί ναυτικοί, αλιείς, μαραγκοί, οικοδόμοι, λιθοξόοι, αγγειοπλάστες, καλαθοπλέκτες, κοσμηματοποιοί.
Εξαιρετική άνθιση παρουσίαζε και η τέχνη της τοιχογραφίας. Τα περισσότερα από τα κτήρια που έχουν ανασκαφεί μέχρι σήμερα έχουν τοιχογραφημένα ένα ή περισσότερα δωμάτια, κυρίως στον πρώτο όροφο, αλλά κάποιες φορές και στο ισόγειο. Αξιοσημείωτο είναι ότι το κτήριο της Ξεστής 3 και πιθανότατα αυτό της Ξεστής 4 (δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη η ανασκαφή του) παρουσιάζουν μεγαλύτερα τοιχογραφημένα σύνολα με ολοκληρωμένο εικονογραφικό πρόγραμμα. Τα κτήρια αυτά, υπάρχει η εικασία ότι πιθανόν ήταν διοικητικά ή θρησκευτικά κέντρα. Οι τοιχογραφίες είναι ιδιαίτερα σημαντικές για την αρχαιολογική έρευνα γιατί δίνουν πλήθος πληροφοριών για την εποχή και απεικονίζουν με πιστότητα διάφορες πρακτικές και τελετουργίες που διαφορετικά θα μας ήταν άγνωστες. H καθημερινή ζωή, οι διάφορες ιεροτελεστίες, οι γιορτινές εκδηλώσεις, το Θηραϊκό τοπίο απεικονίζονται με ένα μοναδικό γεμάτο ζωντάνια τρόπο στις τοιχογραφίες. Το ότι γνωρίζουμε τόσο καλά ακόμα και λεπτομέρειες (π.χ. ενδυμασία, κόμμωση) από τον πολιτισμό της εποχής εκείνης, το οφείλουμε κατά έναν πολύ μεγάλο βαθμό στα ευρήματα που έφερε στο φως η ανασκαφική έρευνα στο Aκρωτήρι.
Από την τρομακτική έκρηξη του ηφαιστείου, που συνέβη περί το 1630 π.Χ. (όπως δείχνουν τα δεδομένα των φυσικών επιστημών) η πόλη, της οποίας το αρχαίο όνομα μάς είναι άγνωστο, σκεπάστηκε από παχιά στρώματα τέφρας κι έτσι διατηρήθηκε ανέπαφη. Οι κάτοικοι πρόλαβαν να απομακρυνθούν μαζί με τα πολύτιμα αντικείμενα τους, προειδοποιημένοι από σεισμό για την επερχόμενη έκρηξη του ηφαιστείου.
Δεν έχει εντοπισθεί ανάκτορο ή κάποιο κτίριο κεντρικής εξουσίας, αλλά εικάζεται ότι κάτι τέτοιο υπήρχε πράγμα που στηρίζεται στις υποδομές που διέθετε η πόλη όπως αποχέτευση και ρυμοτομία.
Η ανασκαφή, εκτός από εξαιρετικά αντικείμενα τέχνης, έχει δώσει σημαντικά στοιχεία για τη διατροφή, την οικονομία και την τεχνογνωσία των κατοίκων του οικισμού, ο οποίος κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. σταδιακά εξελίχθηκε σε ένα από τα πλέον κοσμοπολίτικα εμπορικά λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου. Ανάμεσα στα τελευταία ευρήματα συγκαταλέγονται πινακίδες, Γραμμικής Α' γραφής, λογιστικού χαρακτήρα, ανάλογες με εκείνες των μινωικών ανακτόρων.
Επισκεπτόμενος κανείς σήμερα τον αρχαιολογικό χώρο διαπιστώνει ότι η οικιστική χωροθέτηση δεν απέχει και πολύ από τη σημερινή παραδοσιακή αρχιτεκτονική του νησιού. Μικρά δρομάκια διασχίζουν εγκάρσια την αρχαία πολιτεία από τη μία άκρη στην άλλη σχηματίζοντας κατά διαστήματα μικρές πλατείες. Κάτω από το λιθόστρωτο περνούσε το αποχετευτικό σύστημα, το οποίο συνδεόταν απευθείας με τα σπίτια. Τα σπίτια είναι διώροφα ή τριώροφα κτισμένα από πελεκημένη πέτρα ή σχιστόλιθο με συχνή την παρεμβολή ξυλοδεσιάς, ώστε η κατασκευή να ανθίσταται στους σεισμούς, που θα πρέπει να ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο. Οι όροφοι συνδέονταν μεταξύ τους με λίθινες ή ξύλινες σκάλες κάποιες από τις οποίες σώζονται ακόμα σε άριστη κατάσταση. Όπως απέδειξαν οι ανασκαφές, τα ισόγεια με τα μικρά παράθυρα φιλοξενούσαν κυρίως χώρους εργαστηρίων ή μαγαζιά, ενώ οι πάνω όροφοι χρησιμοποιούνταν για την καθαυτό διαμονή των ενοίκων.
Κάθε σπίτι απολάμβανε ένα καθεστώς σχετικής αυτάρκειας και μπορούσε να εξυπηρετεί από μόνο του τις βασικές βιοτικές του ανάγκες. Σε όλα σχεδόν τα σπίτια βρέθηκαν χειρόμυλοι για την παραγωγή αλευριού, υφαντικά βάρη από αργαλειούς και πίθοι (μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία), μέσα στους οποίους βρέθηκαν υπολείμματα από σιτάρι, κριθάρι, αμύγδαλα, παστά ψάρια κλπ. Σε άλλους πίθους - διαφορετικού σχήματος - αποθηκεύονταν τα υγρά προϊόντα π.χ. κρασί και λάδι.
Αυτό όμως που έκανε την αποκάλυψη του Ακρωτηρίου παγκοσμίως γνωστή ήταν η ανακάλυψη - σε όλα σχεδόν τα σπίτια του οικισμού - τοιχογραφιών, που σε κάποιες περιπτώσεις σώζονται σε άριστη κατάσταση. Αυτό είναι ένα φαινόμενο μοναδικό στην προϊστορία του Αιγαίου, καθώς ο αρχαιολόγος έχει τη δυνατότητα πλέον να μελετήσει την εποχή αυτή από τα ίδια τα εικονιστικά ντοκουμέντα, σχεδιασμένα από το χέρι των καλλιτεχνών της εποχής. Οι τοιχογραφίες έχουν σήμερα αποκολληθεί και μερικές εκτίθενται στον β' όροφο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας, ενώ οι περισσότερες στο Προϊστορικό Μουσείο της Σαντορίνης.
Συντάκτης: Φωτεινή Αναστασοπούλου